Καθόμουν οκλαδόν στο πάτωμα και κοίταζα από το παράθυρο την βροχή να πέφτει με δύναμη στο έδαφος και στα παράθυρα όλων τον γειτονικών σπιτιών. Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι σε δύο μέρες θα φύγω από την χώρα που γεννήθηκα και θα πάω σε μία άλλη. Θα πρέπει να αποχωριστώ όλους μου τους φίλους και ότι άλλο έχω ζήσει εδώ. Πρέπει όμως να το αποδεχτώ. Πρέπει αλλά και θέλω να ξανά δω τον πατέρα μου ευτυχισμένο. Θα είναι για το καλό του. Αλλά το δικό μου καλό και της αδερφής μου? Θα το σκέφτηκε?
Η ήχος της πόρτα με έβγαλε από το συννεφάκι σκέψεων μου.
" Ναι " είπα χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από έξω.
" Clara είσαι καλά? "άκουσα την φωνή του πατέρα μου και γύρισα να τον κοιτάξω. Το βλέμμα του είναι ανησυχητικό και ελαφρός στενάχωρο κάτι που τον κάνει να τον δείχνει ποιο μεγάλο από ότι είναι. Ο μπαμπάς μου είναι μόλις 39 ετών και είναι αρκετά όμορφος. Έχει μαύρα μαλλιά, καφέ σκούρα μάτια, σώμα ελάχιστα γυμνασμένο και ύψος τουλάχιστον 1,83. Είναι αρκετά νέος μιας και μόλις γεννήθηκα ήταν 22 ετών.
" Ναι μπαμπά καλά είμαι. " του είπα και του χάρισα ένα ψεύτικο χαμόγελο.
" Έλα εδώ " είπε κάνοντας νόημα να μπω στην αγκαλιά του. Σηκώθηκα από το πάτωμα και πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα προσπαθώντας να κρατήσω τα δάκρυα μου.
" Θα είναι δύσκολο. Ακόμα και για εμένα θα είναι δύσκολο αλλά θα τα καταφέρουμε. Αν είμαστε όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε έτσι δεν είναι? " με ρώτησε και έγνεψα το κεφάλι μου καταφατικά καθώς τον κοίταξα στα μάτια.
" Η Victoria που είναι? " τον ρώτησα και σκούπισα αμέσως μερικά δάκρυα που κύλισαν.
" Είναι στην σοφίτα και μαζεύει κάποια παλιά πράγματα της " μου είπε και αναστέναξα ελαφρός.
" Πάω να την βοηθήσω " είπα και με ήρεμα βήματα βγήκα από το δωμάτιο μου. Το κρύο ξύλινο πάτωμα κάνει τα πόδια μου να παγώσουν ελαφρός λόγο που οι κάλτσες μου είναι λεπτές. Ανέβηκα την ξύλινη σκάλα που οδηγεί στην σοφίτα του σπιτιού. Μερικά σκαλιά τρίζουν αλλά δεν έδωσα σημασία. Άνοιξα ποιο πολύ την πόρτα, μιας και ήταν ελάχιστα ανοιχτή και μπήκα μέσα. Στο βάθος είδα την μικρή μου αδερφή να κάθεται στο πάτωμα κοιτάζοντας ένα άλμπουμ. Την πλησίασα και κάθισα δίπλα της.
" Τι κοιτάς? " την ρώτησα ήρεμα και έσκυψα ελαφρός μπροστά της να δω τι ακριβώς κοιτάει. Φαίνεται να τρομάζει μιας και το σώμα της τραντάχτηκε.
YOU ARE READING
...Mustn't...
Teen Fiction...Δεν έπρεπε είπαν... ...Αλλά, από πότε ακολουθούμε πάντα τους κανόνες?...