Κεφάλαιο 3o|| Σον

1.4K 216 54
                                    

Ίσως να μην είμαι ο γιος του Ήλιου και του φωτός.

Όμως, αισθάνομαι λες και γεννήθηκα από του θελκτικούς καπνούς της νύχτας και του σκοταδιού.

[...]

Το σχολείο ήταν ένας εφιάλτης. Για την ακρίβεια η τελευταία τάξη του Λυκείου ήταν ένα από τα χειρότερα μου όνειρα. Δεν είχε περάσει καλά καλά μια εβδομάδα κι εγώ μισούσα ήδη τα πάντα. Το γεγονός ότι όποιος περνούσε από δίπλα μου με κοίταζε με απέχθεια, σαν να ήμουν ένα απόβρασμα της κοινωνίας. Ο τρόπος που όλοι προσπαθούσαν να με αποφύγουν σαν να είχα την πιο κολλητική αρρώστια. Τα βλέμματα της απαξίωσης, της λύπησης. Όλα αυτά που συνεχώς προσπαθούσα να αποφύγω και τώρα με καταδίωκαν χωρίς σταματημό.

Και ναι, μπορεί στο τέλος να ήμουν το πιο απαίσιο αγόρι στο σχολείο, στη πόλη, ποιος ξέρει ίσως και στη γη, αλλά και πάλι δεν είχαν το δικαίωμα να με κατακρίνουν. Πόσο μάλλον όταν βαθιά μέσα τους εκείνοι μπορεί να ήταν ακόμα πιο άθλιοι κι από εμένα. Γιατί όλοι οι άνθρωποι αυτό κάνουν. Κρίνουν τους άλλους χωρίς να ξέρουν την ιστορία τους, την δική τους πλευρά, τον τρόπο που σκέφτονται και χωρίς να βλέπουν από τι στα αλήθεια είναι φτιαγμένοι, την αγάπη ή το μίσος, τον πόνο ή την ευτυχία, το φως ή το σκοτάδι.

Κάθε μέρα αυτή η ίδια ιδέα, η παρόμοια διαχρονική σκέψη μέσα στο κεφάλι μου, πως κανένας δεν θα μπορέσει να με κοιτάξει διαφορετικά. Και όμως όσο τρελό και αν ήταν, πάντα ένα μικρό κομμάτι μου πίστευε πως εκείνη θα είχε την ικανότητα να με δει αλλιώς. Ότι μια μέρα, σ'ένα παράλληλο σύμπαν ο ήλιος της θα έδιωχνε αυτά τα καταστροφικά, μαύρα σύννεφα από τον ουρανό μου.

«Πάλι σκέφτεσαι Σον; Πρόσεχε μην το κάψεις!» είπε ειρωνικά ο Ντάρεν καθώς βγήκε από το αμάξι μου και κοπάνησε την πόρτα. Σχεδόν δύο εβδομάδες τώρα και επιτέλους αξιώθηκε να το φέρει από το συνεργείο.

«Πως σου φαίνεται το μωρό σου;» ρώτησε και κοπάνησε παιχνιδιάρικα με το χέρι του το καπό του αυτοκινήτου.

«Καλό είναι,» απάντησα ενώ πέταξα το τσιγάρο μου στο έδαφος με μια κίνηση.

Ήταν απόγευμα Σαββάτου και καθόμουν στα μπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού μου, καπνίζοντας, χαμένος στις δικές μου απόκρυφες σκέψεις.

«Μόνο αυτό έχεις να πεις; Έλα τώρα Σον, απλά κοίτα το,» επέμενε και άρχισε να φέρνει σβούρες γύρω γύρω από το αμάξι, δείχνοντας μου κάθε μικρή λεπτομέρεια του.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now