Επιστροφή (Σον)

607 44 14
                                    

Μια ζωή παλαιστές, με μια ψυχή που καίει και σπαρταράει σαν να είναι ακόμη ζωντανή.

Η πύρινη γλώσσα μιας μεγάλης μάχης όλη η ανθρωπότητα μας.

[...]

Μια εβδομάδα μετά την αποφυλάκιση του Σον. . .

Αισθανόμουν χαμένος, εγκλωβισμένος στα λάθη μου, τόσο δεμένος στις νοερές ασήκωτες αλυσίδες μου. Δεν είχα τη παραμικρή ιδέα πως υποτίθεται θα έφτιαχνα ό,τι είχα χαλάσει. Οι άγγελοι μου με είχαν εγκαταλείψει αρκετό καιρό τώρα και οι δαίμονες μου το ίδιο, αφήνοντας με μόνο μου σε μια απόλυτη σιωπή. Ήταν τόσο αφόρητη εκείνη η σιωπή, σαν βαρύ πέπλο κάλυπτε την ατμόσφαιρα και την έκανε ασφυκτική, σχεδόν μη βιώσιμη. Δεν υπήρχε κανένας να με βοηθήσει, να με βγάλει από το βούρκο μου. Όλες εκείνες οι αγαπημένες μου σιγανές φωνές είχαν πλέον εξαφανιστεί. Ακόμη και το μελαγχολικό φεγγάρι μου, το πιο αγνό φως των άστρων μου, ο βραδινός μου ουρανός δεν θα μπορούσε να με σώσει πια ή τουλάχιστον έτσι πίστευα.

Την ήθελα σαν τρελός, αυτή τη πολυπόθητη ελευθερία. Αυτή την ελευθερία για την οποία έχουν γίνει πόλεμοι, έχουν πεθάνει ηρωικά τόσοι και τόσοι, την ελευθερία που υμνούν όλοι οι μεγάλοι ποιητές και συγγραφείς. Παρόλο αυτά η ελευθερία δεν ήταν πλέον αρκετή. Ξαφνικά φάνταζε απερίγραπτα αφόρητη. Κουβαλούσε στις πλάτες τις με καμάρι αμέτρητες ευθύνες και τις πέταγε μπροστά μου σαν τσουβάλι, λες κι μόλις άφηναν τους ώμους της από χρυσάφι γινόντουσαν ευτελή αντικείμενα. Τελικά, η ελευθερία, κάθε είδους ελευθερία, συνεπάγεται ευθύνες κι εγώ, ίσως, φοβόμουν τις ευθύνες. Επειδή, αυτές καραδοκούσαν παντού, σε κάθε γωνία της ερημικής μας γειτονιάς, σ'αυτή τη γειτονιά όπου ό,τι ωραίο είχε κάποτε αντικρίσει το φως, είχε τώρα πεθάνει στο φρικιαστικό ψύχος του σκοταδιού, σ'αυτή τη γειτονιά που μου υπενθύμιζε επανειλημμένα τα λάθη μου.

Ούρλιαξα, δυνατά σαν να με είχαν χτυπήσει κάπου. Το στομάχι μου είχε δεθεί σε χιλιάδες νοερούς κόμπους. Στη συνέχεια έκλαψα, κουλουριάστηκα, διπλώθηκα στα δύο σαν σουγιάς και άφησα τα χέρια μου να αγκαλιάσουν τον κορμό μου.

«Σον,» η πόρτα άνοιξε διάπλατα με την ανήσυχη μητέρα μου να χύνεται σαν χείμαρρος στο σκοτεινό δωμάτιο μου.

Με έψαχνε με απόγνωση. Το χέρι της γλίστρησε γρήγορα στο διακόπτη στο τοίχο δίπλα στη ξύλινη πόρτα. Άνοιξε τα φώτα μονομιάς και με εντόπισε στο κρεβάτι μου, κάτω από το σκούρο μπλε σεντόνι μου. Έτρεξε προς το μέρος μου, κάθισε στο στρώμα δίπλα μου μόλις έφτασε πλάι μου. Έπειτα, δάγκωσε το κάτω χείλος της για να εμποδίσει τα δάκρυα που απειλούσαν να εμφανισθούν στο πρόσωπο της. Χάιδεψε τα μαλλιά μου, αργά και σταθερά. Το τρυφερό άγγιγμα της με ηρέμησε. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, τόσο κουρασμένος.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now