Κεφάλαιο 32 {Β}|| Σον

675 100 107
                                    

Σημάδεψε με.

Θέλω να σε ξεχωρίζω στο πλήθος.

Και να με ξεχωρίζεις.

Θέλω να αφήσεις το άρωμά σου πάνω μου, να σε κουβαλάω παντού μαζί μου.

Την ανάμνηση, τη γεύση των χειλιών σου.

Μην τολμήσεις να με αφήσεις.

[...]

Η διασκέδαση συνεχιζόταν, πιο έντονη από πριν. Η Χόουπ δεν είχε φύγει στιγμή από το πλευρό μου. Την ακολουθούσα σε κάθε είδους χορό. Στους έξαλλους ρυθμούς, στους ήπιους, στους αργούς και στους γρήγορους, σε όλους. Είχαμε ιδρώσει, οι πνεύμονες μας φούσκωναν τόσο πολύ, έτοιμοι να εκραγούν από την αδρεναλίνη, από την ευεξία της νιότης. Το κινητό μου χτύπησε ξανά. Αισθάνθηκα την χαρακτηριστική δόνηση για τέταρτη φορά και τώρα ήξερα πως δεν μπορούσα να τον αποφύγω πάλι. Είχε καλέσει πολλές φορές, κάτι κακό συνέβαινε. Αυτή τη φορά το σήκωσα. Δεν άκουγα τίποτα, η μουσική ήταν πολύ δυνατή.

«Ποιος είναι;» φώναξε δυνατά η Χόουπ για να την ακούσω.

Δεν απάντησα. Μονάχα, της έκανα ένα νεύμα να μείνει εκεί που είναι, να συνεχίσει να χορεύει. Με κοίταξε γεμάτη απορία. Κατευθύνθηκα βιαστικά σε μια από τις γωνίες της μεγάλης ταράτσας. Η φιγούρα της με ακολούθησε, αρπάζοντας τον καρπό μου. Μακάρι να έμενε εκεί που ήταν, μακριά από τη καταστροφή που έβρισκε ανταπόκριση στο όνομα μου.

«Σον, Σον με ακούς;» η φωνή του έτρεμε, οι ανάσες του ξεψυχισμένες λες και του τελείωνε το οξυγόνο.

«Τι έγινε; Τι έπαθες;»

Ξέσπασε σε κλάματα, σε λυγμούς οι οποίοι αντήχησαν καθαρά, πλέον, από την άλλη γραμμή.

«Είμαι έξω από το σπίτι σου, σε... σε χρειάζομαι. Νομίζω πως πήρα υπερβολική δόση. Νομίζω πως πεθαίνω. Νομίζω πως δεν αναπνέω. Νομίζω-» πήγε να πει και η γραμμή κόπηκε ξαφνικά.

«Ντάρεν,» σχεδόν ούρλιαξα το όνομα του.

Η Χόουπ έκανε μια απόπειρα να με αγγίξει, να με ηρεμήσει, γιατί έβλεπε πως ήμουν ανήσυχος, φοβισμένος... μπερδεμένος. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Το μυαλό περικύκλωναν Θεοί και Δαίμονες. Δεν έπρεπε να θρηνήσω άλλους ανθρώπους, όσα λάθη κι αν αυτοί είχαν κάνει.

Έτρεξα ανάμεσα στο πλήθος προς το ασανσέρ, παραμερίζοντας κορμιά λες κι ήταν άψυχα, κενά αντικείμενα. Ένιωθα τα βήματα της να διασχίζουν το άδειο μονοπάτι που δημιουργούσαν τα χέρια μου. Τα πόδια μου είχαν βγάλει φτερά. Εκείνη τη στιγμή μιλούσε η παρόρμηση, η χαμένη μας φιλία που κρεμόταν από μία κλωστή. Έφτασα μπροστά στη μόνη έξοδο. Σίγουρα υπήρχαν σκάλες, αλλά δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, ποτέ δεν ήταν. Αυτή τη στιγμή, εγώ ήμουν αυτός που πάταγε το κουμπί σαν τρελός.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now