Το ήξερες ζωή μου;
Η ποιήση ανθίζει μέσα από το νεκρό χώμα των ψυχών που ακούν στο χάος.
[...]
«Τότε, Σον Ρόμπερτς πες μου τι θες να κάνω για να ξεπληρώσω το χρέος μου;» είπε αργά, βασανιστικά αργά.
Πόσες σκέψεις πέρασαν εκείνη τη στιγμή από το μυαλό μου. Κάποιες από αυτές αυστηρά απαγορευμένες ενώ άλλες τρελά ακατόρθωτες. Ήθελα να ενώσω τα χείλια μου με τα δικά της, να γευτώ κάτι διαφορετικό από αυτή τη χαρακτηριστική γεύση του τσιγάρου. Ήταν τόσο κοντά μου, μια ανάσα να μας χωρίζει από την καταστροφή. Αυτή την υπέροχη, ιδανική, μοναδική καταστροφή.
Τα δάχτυλα μου ξεμπλέχτηκαν από τα μεταξένια μαλλιά της σιγά σιγά. Ο ήλιος άφησε τις ξανθές ακτίνες του να αγγίξουν το χρώμα των ματιών της, δίνοντας μια υπέροχη χρυσαφιά όψη στην πράσινη απόχρωση τους. Η λάμψη του έδινε πνοή σε μια σπίθα, την οποία και η ίδια η φύση θα ζήλευε από το πιο τέλειο και συγχρόνως πιο πονεμένο δημιούργημά της.
«Σαν τι θα μπορούσες να κάνεις για να είμαστε στα αλήθεια πάτσι Χόουπ;» ήταν το μόνο, που μπόρεσα να πω.
Είχα χαθεί τόσο πολύ στα μάτια της. Ακόμα και χάρτης να υπήρχε για να ξεφύγω από το λαβύρινθο της, εγώ θα έμενα αγνοούμενος μέσα στο βλέμμα της για το υπόλοιπο της ώρας, της ημέρας, του χρόνου ακόμα και της αιωνιότητας.
«Πολλά!» ψέλλισε με την γλυκιά φωνή της.
Χαμογέλασα λοξά και το χέρι μου ακούμπησε τη μέση της ασυνείδητα. Δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα ή τις κινήσεις μου όταν βρισκόμουν τόσο κοντά της. Ήταν ακριβώς όπως εκείνο το βράδυ.
Εκείνη πάλευε να γραπώσει τις προεξοχές από το παράθυρο της για να μπει μέσα στο σπίτι της ενώ εγώ αντί να την κρατάω σταθερή άφηνα τα χέρια μου να αισθανθούν το απαλό, γυμνό της δέρμα. Γιατί ήξερα πολύ καλά πως δεν θα είχα ποτέ τη δυνατότητα να την αγγίξω όπως ένας άντρας αγγίζει μια γυναίκα όταν αγαπάει. Η Χόουπ δεν θα γινόταν ποτέ δικιά μου. Ακόμα, κι αν αυτό με έναν μαγικό τρόπο πραγματοποιούταν εκείνη θα άνηκε πάντα σε κάποιον από τον οποίον κανείς δεν θα κατάφερνε να πάρει όσο κι αν προσπαθούσε.
Η ύπαρξή της ήταν δοσμένη αποκλειστικά, ολοκληρωτικά στη ζωή και στον θάνατο. Αυτοί οι δύο αποφάσιζαν την μοίρα της. Έπαιζαν με τη νεότητα της ασταμάτητα, σχεδόν ακούραστα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει και όλα σταματάνε απότομα, βίαια ή καλύτερα στιγμιαία, ακαριαία.
YOU ARE READING
Το Χρώμα του Καπνού
Teen Fiction«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνούς του τσιγάρου του, εκείνο το πρόσωπο σου αγάπησα. Γιατί στο βλέμμα σου μπόρεσα να δω αυτό που οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να διακρίνουν, ένα...