Κεφάλαιο 30 {Β}

648 95 116
                                    

Έ ν α
Α ν τ ί ο

[...]

Η Σάντα Μπάρμπαρα ήταν μια όμορφη, αλλά μικρή θα έλεγε κανείς, πόλη της Καλιφόρνιας. Κοντά στη θάλασσα, ήσυχη, με λιγοστούς, φιλόξενους -αν και αρκετά φλύαρους- κατοίκους, θα φάνταζε για τον καθένα ένα μικροσκοπικό παράδεισο στη μέση, ίσως, του πουθενά.

Ο Σον έμαθε για το συγκεκριμένο μέρος από τη πολυαγαπημένη του θεία, Άντζι. Η προηγούμενη, τον έφερνε συχνά στα εδάφη της εκπληκτικής και μαγευτικής, παραθαλάσσιας περιοχής κοντά στο Λος Άντζελες, φυσικά όταν ζούσε και εκείνος ήταν ακόμη μικρό παιδί. Του άρεσε η Σάντα Μπάρμπαρα. Η αλήθεια είναι, πως ένα κομμάτι του τη λάτρευε απεριόριστα για όλα όσα του πρόσφερε, αέναη γαλήνη. Κάπως έτσι, έγινε ο δικός του αγαπητός προορισμός.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες νοσταλγίας, ο κρυφός άγγελος του Παράδεισου έφθασε στο οικείο μέρος το πρωινό της ίδιας μέρας που θα γινόταν η κηδεία της Μάγιας. Το κορίτσι, το οποίο κάποτε ακολούθησε μαζί του τα αδρά μονοπάτια της ηδονής, τώρα αναζητούσε νέο σπίτι μέσα στο κρύο χώμα. Η πατρίδα της, πρόσμενε την επιστροφή του όμορφου παιδιού της. Ετοίμαζε ένα αναπαυτικό καταφύγιο για την ηλιόλουστη κόρη της, με τα ξανθά, μακριά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια που θύμιζαν έναν μανιασμένο ωκεανό.

Φαίνεται, πως και ο Σον αυτό αγάπησε σ'εκείνη ένα καλοκαίρι, το οποίο πλέον ήταν ήδη πολύ μακρινό. Την περίοδο που ένα μέρος του της αφιερώθηκε στα βράχια, πάνω στα οποία σκάνε τα ορμητικά κύματα, το τότε αθώο αγόρι ανακάλυψε τη διαφυγή του ανάμεσα στις ηλιοκαμένες της αγκάλες. Υπήρξαν τόσο θερμά αυτά τα χέρια, τόσο εθιστικά αυτά τα μάτια της, για να τα θαυμάζει σιγανά. Όμως, τελικά αποδείχθηκε, πως δύο ωκεανοί δεν μπορούσαν να συμβιώσουν αρμονικά και η αγάπη δυο συναισθηματικών μα, συγχρόνως, απερίγραπτα εκρηκτικών ανθρώπων δεν είχε καμία ελπίδα να ριζώσει βαθιά μέσα τους. Ο Σον χρειαζόταν το πράσινο, ένα δάσος για να επιφέρει την ισορροπία στη ζωή του. Γι'αυτό, η Χόουπ τον συμπλήρωνε ολοκληρωτικά, σε πνεύμα και σώμα. Ήταν ο ανθισμένος πυρήνας της καρδιάς του, που το έδινε οξυγόνο και του επέτρεπε να ανακτήσει, δίχως πόνο, τις χαμένες του πνοές.

Έτσι, λοιπόν, ο μεσημεριανός ήλιος έλουζε τη γη της Καλιφόρνιας με το θερμό του φως. Από το ανοιχτό παράθυρο ενός ακατάστατου Μοτέλ, όπου έμενε προσωρινά ο Σον, εισέβαλε μια καυτή μάζα αέρα, γεννημένη από τους ζεστούς ανέμους της θάλασσας. Κοίταξε έξω φευγαλέα, καθώς τακτοποιούσε με άχαρες κινήσεις τα λιγοστά ρούχα που είχε φέρει μαζί του. Εξάλλου, η διαμονή του δεν προβλεπόταν μεγάλη. Ο σκοτεινός ποιητής, είχε αφήσει πίσω του πολλές "ανοιχτές" υποθέσεις, οι οποίες όφειλαν να φύγουν από το πεδίο σύντομα. Μα η κυριότερη εκκρεμότητα του ήταν η αγαπημένη του, φεγγαρολουσμένη νύμφη. Δεν της είχε πει το παραμικρό. Ούτε για την υποτιθέμενη ανάκριση, ούτε για το εξπρές του ταξίδι στη Σάντα Μπάρμπαρα. Ήθελε να τη προστατεύσει από την ερχόμενη, ανελέητη καταιγίδα. Αλλά, δεν υπήρχαν και πολλοί ''δημοκρατικοί'' ή "εφικτοί'' τρόποι για να το κάνει.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now