Κεφάλαιο 23 {Β}|| Σον

895 130 144
                                    

Ο κήπος μας είναι τεράστιος, καταπράσινος... τόσο όμορφος.

Δεν έχει όρια, ούτε είναι περιφραγμένος με επικίνδυνα συρματοπλέγματα.

Κάποτε πίστευα πως ήταν γεμάτος με κόκκινα τριαντάφυλλα. Όμως, πλέον είμαι σίγουρος πως το χρώμα των λουλουδιών μας είναι το λευκό.

Επειδή, η αγάπη μας είναι αγνή όπως το χαώδης αλλά τόσο γλυκό άσπρο.

Το σαγηνευτικό άσπρο του δικού μας έρωτα.

[...]

Ήταν νύχτα με Πανσέληνο. Ένα δροσερό αεράκι προκαλούσε μια ανατριχίλα αγωνίας και ενθουσιασμού σε όλη την έκταση του κορμιού μου. Δεν είχα κοιτάξει τι ώρα έφτασα στη γωνία του σπιτιού της, στο σημείο στο οποίο της είπα πως θα την περίμενα το βράδυ.

Πάντως, στεκόμουν με την πλάτη μου στον τοίχο όταν ακόμα ο Ήλιος κρατούσε τα σκήπτρα του ουρανού, μέχρι τελικά να παραδοθεί και να τα δώσει στο απαιτητικό Φεγγάρι.

Η μυρωδιά από το νωπό γρασίδι γέμιζε τα ρουθούνια μου. Φαίνεται πως η ξαφνική βροχή τα ξημερώματα άφησε πίσω της το αγαπημένο της σημάδι. Ευτυχώς, όμως, ο ουρανός ήταν πλέον καθαρός με άπειρα άστρα να κοσμούν την μαγευτική του απεραντοσύνη.

Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά, γεννώντας μέσα στη καρδιά μου πρωτόγνωρες επιθυμίες. Ήθελα σαν τρελός και παλαβός να την ξαναδώ. Κάθε κύτταρο μου την ζητούσε με απελπισία. Μια απερίγραπτη μανία, μια εμμονή ξεπηδούσε μέσα από την καταστροφή. Ένας εθισμός δίχως αρχή και τέλος. Ήταν τρομακτικό, τόσο επικίνδυνο να την λατρεύω έτσι, να εκστασιάζομαι μόνο και μόνο στη σκέψη πως τα συναισθήματά που είχε ο ένας για τον άλλον μπορούσαν πλέον να ειπωθούν χωρίς φόβο. Ήμασταν ελεύθεροι από τα δεσμά των ψυχών μας για να... ερωτευθούμε. Όμως, οι δαίμονες παραμόνευαν σε σκοτεινά, υγρά σοκάκια. Ό,τι όμορφο είχε αρχίσει να αποκτά ζωή και πνοή από μέσα μας κρεμόταν από μια λεπτή, τόσο εύθραυστη κλωστή.

Σε ικετεύω, κάνε μας να αντέξουμε.

Επειδή, αυτό που έχουμε, το μυστικό που μοιράζονται μόνο οι καρδιές μας...

Είναι η πιο αληθινή ελπίδα της ζωής μου.

Έπαιζα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου μες τη τσέπη μου. Τα δάχτυλα μου νευρικά, ανίκανα να παραμείνουν ακίνητα έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Αισθανόμουν τις σπίθες του κορμιού μου να φουντώνουν, έτοιμες να γίνουν φλόγα και έπειτα μια μεγάλη, απειλητική φωτιά. Κάθε τρεις και λίγο έριχνα κλεφτές ματιές προς το σπίτι της, κοιτώντας προσεχτικά από τη γωνία του δρόμου, από όπου την πρόσμενα ανυπόμονα.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now