Κεφάλαιο 8ο|| Χόουπ

1.2K 195 45
                                    

Αισθάνομαι πληγωμένη μα ευτυχισμένη.

Επειδή... μέσα στα μάτια σου αντίκρισα όλους τους ωκεανούς, που ποτέ δεν μπόρεσα να δω από κοντά.

[...]

Άνοιξα τη πόρτα του σπιτιού μου σκεπτική. Οι κινήσεις μου μηχανικές, σχεδόν άψυχες.

Στο μυαλό μου έντονα σχεδιασμένη η ίδια απρόσιτη εικόνα του. Αυτή η απόμακρη, απαθής στάση του σώματός του, αυτό το παγερό βλέμμα του σαν να μην το ένοιαζε καμία επίπτωση των πράξεων του, που με έκανε να νιώθω αδύναμη να του εναντιωθώ, να υποστηρίξω την άποψή μου, πως η ζωή μας έχει ετοιμάσει δρόμους τους οποίος επιλέγουμε με αποφάσεις της στιγμής ή ακόμα και του δευτερολέπτου. Επειδή, όσο κι αν θέλουμε να είμαστε οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να ελέγξουν τη μοίρα τους, οι συγκυρίες, οι αποφάσεις, οι προσπάθειες μας να χτίσουμε τη ζωή μας αλλά, ορισμένες φορές, και η ίδια η τύχη μας, μας κάνουν έρμαια ενός ανώτερου σχεδίου, ενός σχεδίου του Θεού για το μέλλον μας.

Στηρίχθηκα στον τοίχο και έβγαλα τα παπούτσια μου, χαμένη στις ανακατεμένες σκέψεις μου. Πήγα να τα ακουμπήσω στο ξύλινο πάτωμα όταν η Ίσλα κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και ήρθε κατά πάνω μου, αγκαλιάζοντας με. Έσκυψα στο ύψος της και την έκλεισα μέσα στα χέρια μου.

«Δεν μου αρέσει να τρώω μεσημεριανό χωρίς εσένα!» παραπονέθηκε με έναν στενάχωρο τόνο.

Έκανα λίγο πίσω, ώστε να παρατηρήσω καλύτερα το όμορφο, παιδικό προσωπάκι της. Από την άκρη του ματιού μου είδα τη μητέρα μου να βγαίνει από την κουζίνα με ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Φορούσε την αγαπημένη της καρό, πράσινη ποδιά. Είχε πιάσει τα ξανθά, μακριά μαλλιά της σε έναν ψηλό και άχαρο κότσο, ενώ τα χέρια της ήταν βρεγμένα, γεμάτα με σαπουνάδες. Τα σκούπισε πάνω στη ποδιά της βιαστικά. Πολύ πιθανόν, αν όχι σίγουρο, έπλενε πάλι τα πιάτα, όπως έκανε κάθε μεσημέρι μετά το γεύμα μας. Ήρθε προς το μέρος μου, μάζεψε τα παπούτσια μου από το πάτωμα και μετά τα τοποθέτησε στη παπουτσοθήκη, στο τέλος του διαδρόμου.

«Ωραία τα λαζάνια της κυρίας Τζόουνς;» ρώτησε, πλησιάζοντας ξανά εμένα και την αδερφή μου.

«Οφείλω να παραδεχτώ πως ήταν υπέροχα,» δήλωσα μόνο και μόνο στη ανάμνηση της γευστικής κόκκινης σάλτσας στο στόμα μου.

«Καλύτερα από της μητέρας σου; Δεν νομίζω!» δήλωσε με μια δυνατή φωνή ο πατέρας μου από την άκρη της σκάλας, με ένα λαμπερό χαμόγελο.

Το Χρώμα του ΚαπνούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora