Τέσσερα χρόνια μετά...
Το νερό ήταν ζεστό, σχεδόν καυτό. Πάντα, έτσι ήταν. Μα δεν με πείραζε. Κι ας τσουρούφλιζε το δέρμα μου κάθε φορά που έμπαινα στην μπανιέρα ή σταφίδιαζε τα άκρα μου, δάχτυλα χεριών και ποδιών, από το πρώτο λεπτό. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος ηρεμιστικού. Ίσως, του καλύτερου ηρεμιστικού. Το υγρό στοιχείο με έκανε να αισθάνομαι ευχάριστα ελαφριά. Καθόμουν στο εσωτερικό της μπανιέρας, με διάφορα αιθέρια έλαια να μοσχοβολάν στην ατμόσφαιρα, για ατελείωτες ώρες. Η κατάσταση είχε γίνει απελπιστική για την συγκάτοικο μου, η οποία μόνο που δεν με έβγαζε σηκωτή από το μπάνιο. Βέβαια, χρησιμοποιούσε όλες τις υπόλοιπες μεθόδους που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Φωνές, απειλές, προφάσεις ότι το σπίτι καταρρέει και πρέπει επειγόντως να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα και καμιά φορά βρισιές, αν και η Λουίζ δεν έβριζε ποτέ πολύ. Δεν της το επέτρεπε η γαλλική της ανατροφή, όπως έλεγε.
Το διαμέρισμα που μοιραζόμασταν, στο Μεγάλο Μήλο, την Νέα Υόρκη, αποτελούσαν ένα σαλόνι-κουζίνα, δύο μικροσκοπικές κρεβατοκάμαρες, για να λέμε ίσα ίσα πως η καθεμία είχε το δικό της δωμάτιο, και τέλος, ένα μπάνιο, που παρόλο τα ελάχιστα τετραγωνικά του, χωρούσε μια ολόκληρη μπανιέρα. Ούτε εγώ ξέρω πως ο αρχιτέκτονας κατάφερε να συνδυάσει μικρό μπάνιο - μεγάλη μπανιέρα. Πάντως, πρέπει να ήταν μεγάλος μαέστρος στη δουλειά του, γιατί το κουκλόσπιτο μας ήταν αξιόλογα λειτουργικό, κατά κάποιον αδιανόητο τρόπο.
Η Λουίζ, η προαναφερόμενη συγκάτοικος μου, σπούδαζε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια με υποτροφία. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη μου και είχε έρθει κατευθείαν από τη πατρίδα της για να κάνει το μεταπτυχιακό της στην καρδιολογία. Από την άλλη, εγώ, τότε, ήμουν μια απλή φοιτήτρια Φιλολογίας στο πρώτο της έτος, ενώ τώρα είμαι ήδη στο τέταρτο.
Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός;
Την γνώρισα στην Τάιμς Σκούεαρ ένα απόγευμα Δευτέρας, από την αγγελία που είχα αναρτήσει στην εφημερίδα 'Fresh & News' για την αναζήτηση ενός κατάλληλου συγκάτοικου. Τα ενοίκια στο κέντρο ήταν πάντα υπερβολικά ακριβά. Συνεπώς, το να ζω μόνη μου σ'ένα ευπρεπές σπίτι θα αποτελούσε ένα αβάστακτο έξοδο για τους γονείς μου. Έτσι, αποφάσισα να βγω στην αγορά και να αναζητήσω κάποιον που θα είχε τη δυνατότητα να μοιραστεί μαζί μου στέγη και έξοδα. Δυστυχώς, όσο εύκολο φάνταζε στην αρχή, τόσο δύσκολο αποδείχτηκε στο τέλος. Είχα συναντήσει αμέτρητους προτεινόμενους συγκάτοικους, μα κανένας δεν μου άρεσε, όχι όπως η Λουίζ. Δεν είμαι, βέβαια, σίγουρη αν ταιριάξαμε αμέσως. Όμως, υπήρχε αυτό το κάτι μεταξύ μας. Κάτι που δεν το ονόμαζες, ακριβώς, φιλία αλλά πιο πολύ ένα εύθυμο αίσθημα νοερής παρηγοριάς ανάμεσα μας. Ήταν σαν να έβρισκε η μια στην άλλη ένα κομμάτι του εαυτού της, κι ας μην το μαρτυρούσαμε, σαν να μας ένωνε κάτι μακρινό.
YOU ARE READING
Το Χρώμα του Καπνού
Teen Fiction«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνούς του τσιγάρου του, εκείνο το πρόσωπο σου αγάπησα. Γιατί στο βλέμμα σου μπόρεσα να δω αυτό που οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να διακρίνουν, ένα...