Κεφάλαιο 12|| Χόουπ

1K 186 98
                                    


Έρωτα, που δε γονάτισες ποτέ στον πόλεμο,
Έρωτα, που ορμάς και γεμίζεις την πλάση,
που στ' απαλά τα μάγουλα
της κόρης νυχτερεύεις,
που σεργιανάς τις θάλασσες
και των ξωμάχων τα κατώφλια,
κανείς δε σου γλυτώνει
μηδέ θνητός
μηδέ αθάνατος.
φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις.

Απόσπασμα από μετάφραση των στίχων 781 - 790 της Αντιγόνης του Σοφοκλή.

[...]

Η Ίσλα είχε αποκοιμηθεί στα χέρια μου, ενώ της διάβαζα, μπορεί και για χιλιοστή φορά, το παραμύθι της Μικρής Γοργόνας. Στο τέλος δεν ήξερα ποιον μάγευε περισσότερο αυτή η ιστορία, εμένα ή εκείνην; Μια γοργόνα να ερωτεύεται ολοκληρωτικά έναν άνθρωπο. Μια απαγορευμένη αγάπη, που όμως κατάφερε να νικήσει όλα τα εμπόδια της μοίρας. Πόσο χαζό; Ποιος μπορεί να βάλει όρια στον έρωτα; Αυτός δεν κοιτάει τίποτα είναι τυφλός και δεν κάνει διακρίσεις.

Τρεις μήνες τώρα και όμως όλα είχαν μείνει ακριβώς τα ίδια. Η καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή με κάθε ματιά του. Μόνο ένα βλέμμα του, μια έκρηξη από το γαλάζιο ηφαίστειο των ματιών του και ήμουν δικιά του. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Αυτή την ένταση που υπήρχε στην ατμόσφαιρα, λες και κάποιος είχε μειώσει την απόσταση μεταξύ μας με ένα μαγικό ραβδάκι και μας είχε φέρει κοντά, ώστε να ακούει ο ένας τους παλμούς της καρδιάς του άλλου. Είχα αρχίσει να παραλογίζομαι, και για όλα έφταιγε εκείνος.

Ανοιγόκλεισα τα βλεφαρά μου ξαφνικά, κάνοντας μια απόπειρα να διώξω τις σκόρπιες, αφηρημένες σκέψεις μου.

Επεξεργάστηκα την αδερφή μου για λίγο. Επιτέλους, το παιδικό της πρόσωπο φαινόταν ήρεμο. Έμοιαζε σαν ένας μικρός άγγελος.

Τώρα τελευταία είχε αρχίσει να βλέπει πολλούς εφιάλτες. Η μητέρα μου ξενυχτούσε κάθε βράδυ δίπλα της. Έλεγε πως βαριανάσανε και μουρμούριζε το ονομά μου στον ύπνο της. Φοβόμουν μπροστά στην σκέψη πως μια μαύρη μαγεία άρπαζε βίαια τα γλυκά ονειρά της και τα μετάτρεπέ σε μια απόμακρη, φρικιαστική πλάνη, μέσα στην οποία κάτι φοβερά δυνατό με απειλούσε. Η αλήθεια είναι, πως ακόμα και αν κανένας δεν της είχε πει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τι συνέβαινε στη μεγάλη της αδερφή, εγώ ήμουν σίγουρη ότι βαθιά μέσα της, μια μικρή φωνή της σιγοψιθύριζε το μεγάλο κακό που με συνόδευε σαν ένας αιώνιος καβαλιέρος σ'έναν ατελείωτο χορό. Στον τόσο περίπλοκα όμορφο και ταυτόγχρονα τόσο δύσκολο χορό, της ζωής.

Το Χρώμα του ΚαπνούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora