Κεφάλαιο 32 {A}|| Σον

705 105 149
                                    

Όταν τα όνειρα γκρεμιστούν ο κόσμος θα μετατραπεί σε μια άκαρπη σπίθα, σε μια σπίθα που δεν θα δώσει ποτέ πνοή σε μια φλόγα.

Ας μη σβήσουν, λοιπόν, ποτέ τα όνειρα των ανθρώπων.

[...]

Υπάρχουν ορισμένες μέρες που διαφέρουν από όλες τις υπόλοιπες. Μέρες, που η δύση του Ηλίου, αν και ίδια, στα μάτια κάποιου μπορεί να πάρει τη μορφή της ευημερίας ή της καταστροφής. Νοσταλγικές, αξέχαστες νύχτες που το φεγγάρι χαράζει τη γη με τις ασημένιες τους αχτίδες πιο βαθιά από άλλες φορές. Όπως, επίσης, υπάρχουν στιγμές οι οποίες μας στιγματίζουν και κατεδαφίζουν ό,τι όμορφο χτίσαμε ή στιγμές πλημμυρισμένες από χαρά και ευτυχία. Επιλογές, μοιραίες και ολέθριες. Συμβάντα του λεπτού που, όμως, έχουν την ικανότητα να αλλάξουν ριζικά ζωές.

Ετοιμαζόμουν προσπαθώντας να βάλω για πρώτη φορά τη γραβάτα μου σωστά. Εκείνο το βράδυ είχε φτάσει πιο γρήγορα από όσο είχα φανταστεί. Η μυρωδιά της βανίλιας είχε παραμείνει ακόμα στα σεντόνια μου από χθες. Μόνο η ανάμνηση ξυπνούσε αμέτρητα συναισθήματα. Μα δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, η αναπόληση έκανε την κατάσταση χειρότερη. Τώρα μπέρδευα και τα δάχτυλά μου. Την έβγαλα απότομα γύρω από τον γιακά μου και την πέταξα κάτω με δύναμη.

«Γαμώτο!» αναφώνησα εκνευρισμένος.

Ο τόνος της φωνής μου ακούστηκε λίγο παραπάνω από ότι θα έπρεπε. Πέρασα τα δάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά μου και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη του μπάνιου. Τα γαλάζια μάτια μου φαίνονταν πιο έντονα φορώντας αυτό το λευκό, ανόητο -μάλλον επίσημο- πουκάμισο, το οποίο είχα τοποθετήσει μέσα στο μαύρο, καλό παντελόνι μου. Ένιωθα σαν αυτά τα κακομαθημένα αγόρια της μαμάς, τα οποία ντύνονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες της, αν κι εγώ δεν το έκανα ποτέ.

«Γιατί να είναι το δύσκολο να βάλεις μια ηλίθια γραβάτα;» παραμίλησα μόνος μου, με μια διακριτή αγανάκτηση.

Έσκυψα και σήκωσα τη γραβάτα από τα άσπρα πλακάκια του πατώματος.

«Άμα δεν έχεις ξαναφορέσει ποτέ, τότε ναι, είναι δύσκολο!» είπε ο πατέρας μου, ο οποίος τύχαινε να περνάει έξω από το μπάνιο.

Τέλεια! Είχα ξεχάσει πως η πόρτα ήταν ανοιχτή.

«Ναι, σωστά!» του απάντησα, παριστάνοντας τον αδιάφορο.

«Η μητέρα σου, μου είπε πως θα πας στο πάρτι της κόρης των Τόμας. Σωστά;»

Έγνεψα καταφατικά ενώ έκανα ακόμη μια απόπειρα να τη δέσω σωστά ή έστω κάπως καλύτερα από πριν.

Το Χρώμα του ΚαπνούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora