Κεφάλαιο 29|| Χόουπ

714 106 163
                                    

Μακριά που φαντάζει το διάστημα.

Άπειρα αστέρια και ανεκπλήρωτες αιωνιότητες.

Φεγγάρι, μάζεψε τα παιδιά σου, τα άστρα.

Ήρθε ο Ήλιος να κλέψει την αίγλη του αχνού φωτός σου.

[...]

Έκλαιγα συχνά, αναίτια. Ίσως, ένα κομμάτι του εαυτού μου να ήταν απελπιστικά αδύναμο ενώ ένα άλλο τρομερά ισχυρό. Συνήθως, δρούσα υπό τη φωνή της παρόρμησης, η οποία ζούσε σ'ένα μικρό και διαλυμένο σπίτι στην άκρη του μυαλού μου. Ήταν γλυκιά η παρόρμηση. Ευχάριστη και εύθυμη. Βέβαια, τις περισσότερες φορές τύχαινε μπροστά της να υψώνονται μεγάλοι τοίχοι, ενώ κάποιες φορές έπεφτε στις βρώμικες λακκούβες που δημιουργούσαν τα ίδια της τα λάθη.

Κοίταξα με μια γρήγορη ματιά το ρολόι στον τοίχο, απέναντι από τη στρογγυλή μας τραπεζαρία, την οποία η μητέρα μου διάλεξε βάση των ιδιαίτερων ρετρό* γούστων της στα έπιπλα. Η Ίσλα τσούγκριζε το πιάτο της με το πιρούνι της, μη μπορώντας να αποδεχτεί το γεγονός πως έπρεπε να φάει γαρίδες. Τις απεχθανόταν με όλη της τη καρδιά. Τη τελευταία φορά που έφαγε υπό τη πίεση της μανιακής με την υγιεινή διατροφή μητέρα μας, παραλίγο να κάνει εμετό.

«Ίσλα, θες να φτιάξουμε ένα σάντουιτς με σαλάμι και τυρί;» της πρότεινε ο πατέρας μου, μ'ένα πονηρό χαμόγελο, καθώς την έβλεπε να μαραζώνει στη καρέκλα της.

Η αλήθεια είναι πως ούτε εκείνος αγαπούσε πολύ τις γαρίδες.

«Ναι, μπαμπά σε παρακαλώ πολύ!» του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο, που φώτισε το μικρό, οικογενειακό μας τραπέζι.

Εκείνος έτριψε, κάπως σατανικά, τα χέρια του και πήγε να σηκωθεί από τη θέση του. Όμως, η αυστηρή σύζυγος του, τον γράπωσε από το μπράτσο και τον τοποθέτησε με μια κίνηση εκεί ακριβώς που καθόταν πριν κάτι κλάσματα του δευτερολέπτου.

«Λυπάμαι καλέ μου. Δεν θα κακομαθαίνουμε τα παιδιά μας. Και εσύ και η μικρή μας επαναστάτρια θα φάτε ωραίες, νοστιμότατες γαρίδες!»

Γέλασα καθώς προσγείωσα μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μου. Ήμασταν ιδιαίτερη οικογένεια, μα στο τέλος και ποια οικογένεια δεν έχει το δικό της περίεργο τρόπο να ξεχωρίζει μοναδικά από τις υπόλοιπες; Μου άρεσε. Πάντα. Λάτρευα όλα όσα μας ένωναν πέρα από τους αυστηρούς και ακλόνητους δεσμούς αίματος.

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now