Ένα κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα. Μια νύμφη ξαπλωμένη πάνω σε χνουδωτά σύννεφα ψέλλει γλυκά τραγούδια.
Πόσο πιο πολύ μπορώ να την ερωτευτώ;
Μόνο εγώ και οι δαιμονές μου το ξέρουν αυτό... πως την αγαπώ σαν την πιο γλυκιά αμαρτία.
[...]
Εκείνο το πρωί ξύπνησα με την μυρωδιά της βανίλιας να γαργαλάει τα ρουθούνια μου. Το απαλό φως των αχτίδων του ήλιου, που διαπερνούσαν τις αραχνοΰφαντες, ανοιχτές ροζ κουρτίνες, χάραζαν νοερά δρομάκια φωτός στο προσωπό μου.
Τα βλεφαρά μου ανοιγόκλεισαν γρήγορα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο αισθανόμουν τόσο βαρύς κι ελαφρύς την ίδια στιγμή. Άραγε, υπάρχει στα αλήθεια μια τέτοια άισθηση; Μπορεί κάποιος να νιώθει παρηγορητικά κανονικά;
Μια περίεργη ζεστασία κλεινόταν μέσα στα χέρια μου, πρωτόγνωρη, τόσο θερμή, σχεδόν σαν τον απίστευτα καυτό ήλιο τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Άκουγα και ένιωθα ήρεμες ανάσες να συγκρούονται με μια γαλήνια δύναμη στο στέρνο μου. Κοίταξα αργά αργά και προσεχτικά κάτω από το πιγούνι μου. Ένα κορμί, με όμορφες καμπύλες είχε κολλήσει πάνω στο δικό μου. Το κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου, λες κι φοβόμουν ότι θα γλιστρούσε μέσα από τα χέρια μου χωρίς καμία προειδοποίηση.
Τα πόδια της, γυμνά και λευκά, μπερδεμένα με τα δικά μου. Ατίθασες καστανές τούφες κάλυπταν το πρόσωπο της. Τις απομάκρυνα με μια σιγανή, αυθόρμητη κινήση, τοποθετώντας τις πίσω από το αυτί της. Τα όμορφα, λεπτά χείλη, τα κλειστά μάτια, η μικρή ίσια μύτη και οι μακριές, πυκνές βλεφαρίδες της, εκείνη, ξεπρόβαλαν.
Την είχα φυλακίσει μέσα στα μπράτσα μου. Για ένα λεπτό σάστισα. Το δωματιό της, βαμμένο σε απαλές αποχρώσεις του ροζ, άρχισε να φαίρνει νοητές σβούρες. Ήξερα τι είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ. Απλά, ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου ήλπιζε πως όλα ήταν μια πλάκα του ζαλισμένου μου μυαλού. Όμως, φαίνεται πως το αλκοόλ έκανε τη δουλειά να φαντάζει πιο εύκολη και πραγματική την ίδια στιγμή.
Κι τώρα είχα τα πάντα μέσα στο κεφάλι μου, όπως της γυρισμένες, κινηματογραφικές σκηνές. Πως τρύπωσα στο δωμάτιο της από το ξεχασμένο, από φανερή αμέλεια της, παράθυρο. Το χαμένο και σοκαρισμένο βλέμμα της. Την έκφραση του προσώπου της, που με υπνώτιζε, λες κι ήταν νεράϊδα, η δική μου νεράϊδα. Όλα, με τη πιο μικρή λεπτομέρεια που μπόρεσε να αφήσει πίσω του το ποτό, είχαν σχηματιστεί με έντονες εικόνες στην μνήμη μου. Μέχρι και την βίαιη ένωση των χειλιών μας είχα την ικανότητα πλέον να ανακαλέσω στο νου μου. Βέβαια, μετά όλα ήταν θολά. Κι μόνο ένας Θεός ξέρει πως τελικά βρέθηκα ξαπλωμένος στο κρεβάτι της, να κοιμόμαστε αγκαλιά. Το μόνο που ήλπιζα, σαν τρελός και παλαβός -γιατί αλλιώς δεν θα το άντεχα ούτε στη σκέψη- ήταν να μην την είχα πειράξει, αδέσμευτος από την λογική μου, την οποία είχε κλέψει το αλκοόλ.
YOU ARE READING
Το Χρώμα του Καπνού
Teen Fiction«Εκείνο το πρόσωπο σου, που όλοι πίστευαν πως ψυχρό και ανέκφραστο παρατηρούσε τον κόσμο πίσω από τους καπνούς του τσιγάρου του, εκείνο το πρόσωπο σου αγάπησα. Γιατί στο βλέμμα σου μπόρεσα να δω αυτό που οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να διακρίνουν, ένα...