Π ρ ό λ ο γ ο ς

3.6K 303 129
                                    

«Τρέξε Χόουπ», της φώναξε χωρίς ανάσα καθώς έτρεχαν για να βρουν την διέξοδο από όλα αυτά που τους κυνηγούσαν με μανία.

Εκείνος έψαχνε το φως του και εκείνη το καταφύγιο της, ακόμα κι αν αυτό θα την κατέστρεφε ολοκληρωτικά. Δύο νέοι που ήθελαν να ζήσουν το τώρα, γιατί το αύριο τους προβλεπόταν αβέβαιο, που έψαχναν απεγνωσμένα αυτό το χαμένο τους κομμάτι.

«Δεν μπορώ», εκείνη σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε μέσα στα μάτια.

Οι πνεύμονές της έκαιγαν, το σώμα της είχε πλέον πάψει να την υπακούει. Την έβλαπτε. Το σκοτάδι του απειλούσε τη λαμπερή της λάμψη.

Το φως του φεγγαριού στον νυχτερινό ουρανό έπαιζε με τις φιγούρες τους ακούραστα, διψούσε να τους δει να αγαπιούνται ειλικρινά και απόψε δοκίμαζε τον ερωτά τους. Το σύμπαν τους καταστεφόταν, διαλυόταν αργά και σταθερά.

Εκείνος την σήκωσε και την κράτησε μέσα στα χέρια του. Τότε άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Το άρωμα της το μόνο του φάρμακο, το αγαπημένο του ναρκωτικό.

«Σε αγαπάω», η μόνη λέξη που μπορούσε να αφήσει τα απαλά της χείλη.

Οι ψίθυροι της του έδιναν αυτή την ενέργεια να τρέξει όσο πιο μακριά μπορούσε για να σωθεί από το πυκνό μαύρο, αυτό το μαύρο που τον έπνιγε.

«Σε αγαπάω», αυτές οι δύο λέξεις που τόσο λάτρευε από το στόμα της τον έσπαγαν σε χίλια κομμάτια.

Δεν έπρεπε να την αγαπήσει. Ήταν η χειρότερη αμαρτία του, η μοναδική, τρομακτική καταστροφή του.

Ο ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών πλησίαζε ακόμα πιο πολύ.

Χάθηκαν και οι δύο μέσα σ'ένα στενό, στο σκοτάδι. Την ακούμπησε απαλά στο έδαφος ενώ έσκυψε στο ύψος της. Δεν μπορούσε να διακρίνει το όμορφο πρόσωπό της μέσα στο βαθύ μαύρο της νύχτας. Το μόνο που τον καθοδηγούσε ήταν αυτό το χαρακτηριστικό της άρωμα, η μυρωδιά της βανίλιας.

Εκείνη τον εντόπιζε από την ανάμειξη του τσιγάρου και της αντρικής κολόνιας του.

Τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του απότομα, σ'ένα τελευταίο, απελπισμένο φιλί. Το χέρι της ακούμπησε τις γωνίες του προσώπου του σιγά σιγά προσπαθώντας να αποθηκεύσει στη μνήμη της την υφή του δέρματος του. Εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως και την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του με όλο του το είναι. Την λάτρευε, ζούσε για να βλέπει το χαμόγελο της, για να ακούει τις ανάσες της τα βράδια όταν θα ξεγέλαγαν τα σχέδια της μοίρα και θα γίνονταν ένα με πάθος στο κρεβάτι του.

Έκανε λίγο πίσω και ακούμπησε το κούτελό του πάνω στο δικό της. Τα δάχτυλά του έτρεμαν καθώς χάιδεψαν τα απαλά μαγουλά της. Φοβόταν πως θα την έχανε. Δεν μπορούσε να φανταστεί το μέλλον του χωρίς εκείνη να τον συμπληρώνει όπως τα αστέρια και το φεγγάρι ολοκλήρωναν τον νυχτερινό ουρανό.

«Θα με αγαπάς για πάντα;», την ρώτησε καθώς ο ήχος από τα περιπολικά ήταν σχεδόν δίπλα τους.

Ήταν εγωιστικό. Απόλυτα. Το ήξερε αλλά το χρειαζόταν. Είχε την ανάγκη να την ακούσει να του το λέει, να το επιβεβαιώνει.

«Για όσο ζω και αναπνέω!»

Ήταν τα λόγια της. Η καταστροφή τους, ο ερωτάς τους, αυτή η μανιακή αγάπη που πλέον είχε γίνει ένα κομμάτι τους, το οποίο θα τους ένωνε για πάντα. Όσο διαφορετικοί κι αν ήταν.

Γιατί, στο τέλος το σκοτάδι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το φως και το φως χωρίς το σκοτάδι.

Full edited 04/06/2017

Το Χρώμα του ΚαπνούWhere stories live. Discover now