Κεφάλαιο 41- Είδα πέρα μακριά, στην άκρη της ψυχής μου μυστικά να διαβαίνουνε

189 31 4
                                    

Συνέχιζε να πέφτει αργά το χιόνι εκείνο το βράδυ. Μπορούσε να διακρίνει τις μικρές, λεπτέ νυφάδες που έπεφταν με μανία από τον ουρανό, κάτω από το φως της λάμπας έξω από την αυλή του σπιτιού της. Όλα έμοιαζαν τόσο ήσυχα. Κανείς δεν περπατούσε, τίποτα δεν ακουγόταν. Μπορούσε να κοιτάει το μαγικό θέαμα του χιονιού για ώρες ολόκληρες. Εξάλλου, η Αμελί είχε κοιμηθεί και δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει... Το ρεπό της τελείωνε δύο μέρες αργότερα, μετά τη πρωτοχρονιά δηλαδή... Δύο μέρες ακόμη σπίτι με τη κόρη της, με το μωρό στη κοιλιά της και με τον εαυτό της. Δύο μέρες ακόμη μακριά από τον Χίτλερ και την Καγκελαρία...Σαν σωτηρία έμοιαζαν αυτές οι μόνο δύο μέρες τελικά. 

Κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα και πήρε από το τραπέζι το γράμμα που από το πρωί δεν τολμούσε να ανοίξει. Αναγνώριζε τη διεύθυνση... Τον αποστολέα. Φοβόταν μη μέσα σε αυτό το γράμμα, της έγραφαν ότι ο Δημήτρης δεν υπήρχε πια... Όχι... Δεν ήθελε να το μάθει αυτό. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως επρόκειτο για τον Δημήτρη, γιατί άλλο θα μπορούσε να της έγραφε εξάλλου η Άννα και ο Γιάννης; 

Με χέρια που πλέον έτρεμαν, άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε από μέσα το χαρτί. Ήταν προσεκτικά διπλωμένο... Το άνοιξε σιγά-σιγά και αντίκρισε τα γράμματα της Άννας. Της έγραφε στα αγγλικά. Πόσο δύναμη ψυχής είχε η γυναίκα αυτή; Αναρωτήθηκε. Δεν ήξερε λέξη στα αγγλικά και όμως είχε καταφέρει να γράψει ένα ολόκληρο γράμμα σε αυτά. 

Θυμήθηκε το χαμόγελό της, την απαλή φωνή της και τα μάτια της... Τα μάτια της που πάντα όταν της χαμογελούσε έφεγγαν και αυτά, χαμογελούσαν και εκείνα. Η μυρωδιά του ελληνικού καφέ, η γεύση του λουκουμιού στο στόμα της, ήρθε ζωντανή στο μυαλό της. Το μικρό σπίτι, με τα ξύλινα πατώματα και τους άσπρους τοίχους ήταν στις σκέψεις της. Ο Γιάννης, εκείνος ο σκληρός άνθρωπος που ούτε μια φορά δεν είδε να σχηματίζεται ένα χαμόγελο στα χείλη του όσο ήταν εκεί, γυρνούσε και εκείνος εδώ και εκεί μέσα στον νου της.

Ξεκίνησε να διαβάζει αργά το γράμμα, τη στιγμή που η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, μη διαβάσει κάτι από αυτά που σκεφτόταν...

Έφτασε στη τελευταία λέξη, διάβασε τα ονόματά τους '' Άννα και Γιάννης''... Συνέχισε λίγο ακόμη ''Οι γονείς του Δημήτρη''. Επεξήγηση... Πως θα ήταν δυνατόν να τους ξεχάσει άραγε; Ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια της.Δεν άξιζε στους ανθρώπους αυτούς, ούτε φυσικά στον Δημήτρη, η συμπεριφορά της. Τον είχε ξεχάσει... Κάλυψε τόσο εύκολα το κενό του με τον Χρίστοφ. Τι θα έκανε; Τι θα απαντούσε στην Άννα; 

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Where stories live. Discover now