Κεφάλαιο 36- Νυν το μηδέν

210 33 9
                                    

Αρχοντικό φον Βάϊσενμπουργκ...

''Κυρία Έλσε... Πρέπει να ενημερώσουμε για τον θάνατο''

Η Έλσε δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει, δεν είχε τη δύναμη ούτε καν να τη κοιτάξει. Συνέχιζε να είναι κουλουριασμένη δίπλα στον Βόλφγκανγκ και να κλαίει. Αρνούταν να δεχτεί τον θάνατό του. Την είχε αφήσει μόνη της λοιπόν... Αυτή μάλλον ήταν και η τιμωρία της από τον Θεό. Την τρόμαζε η μοναξιά. Για εκείνη ήταν φυλακή. Τώρα ήταν καταδικασμένη για την υπόλοιπη ζωή της... 

''Όχι... Όχι...'' είπε κλαίγοντας

Η φωνή της έσπαζε, το σώμα της τραντάζοταν με κάθε λυγμό. Η Έλσε δεν έμοιαζε με τη προσεγμένη κυρία φον Βάϊσενμπουργκ όπως πάντα. Τα μαλλιά της ήταν πια ανακατεμμένα και υγρά, τα μάτια της κόκκινα, το φόρεμά της τσαλακωμένο... Το κυριότερο πράγμα όμως που είχε αλλάξει ήταν η ψυχή της που τώρα ήταν κομματιασμένη και κουρασμένη. 

Η Τρούντε την παρατηρούσε ακόμη από τη πόρτα. Δεν είχε ιδέα πόσο πολύ μπορεί τελικά η φράου Έλσε να αγαπούσε τον χερ Βόλφγκανγκ. Βλέποντας το τραγικό θέαμα, μερικά ακόμη δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της τα οποία φρόντησε να ξεφορτωθεί σύντομα. Έπρεπε να φανεί ψύχραιμη... Κάποιος έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμος σε στιγμές σαν αυτές. 

''Κυρία Έλσε... Την Έρνα τουλάχιστον... Πρέπει να μάθει, το είπατε και εσείς εξάλλου''

''Φύγε, Τρούντε. Φύγε..'' 

''Πρέπει να είστε δυνατή τώρα''

Εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε τον Βόλφγκανγκ. 

''Γιατί μου το έκανες αυτό, Βόλφι; Γιατί τώρα; Γιατί;'' είπε πιάνοντας με τα δύο της χέρια το κεφάλι της

''Τρούντε... Δεν θα μάθω γιατί...'' συνέχισε τον μονόλογο

''Όλα έχουν λόγο''

''Έμεινα μόνη μου... Χωρίς τη κόρη μου... Χωρίς τον Βόλφγκανγκ... Μόνη''

''Δεν είναι η κατάλληλη ώρα κυρία Έλσε αλλά θέλετε να σας πω τη γνώμη μου;''

''Ναι''

''Ερχόμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο, και το ίδιο μόνοι μας φεύγουμε''

''Πάρε την Έρνα... Μην της πεις τίποτα εσύ. Αυτό πρέπει να το κάνω εγώ''


Βερολίνο...

Βρισκόταν μπροστά από μια μεγάλη, γυάλινη γέφυρα. Το ποτάμι που περνούσε από κάτω ήταν μεγάλο και άγριο. Ο ήχος από το νερό ακουγόταν δυνατά, φοβερά μα ταυτόχρονα δημιουργούσε μια παράξενη μελωδία. Ο ήλιος εκείνη τη μέρα ήταν πολύ φωτεινός και έπεφτε με μανία πάνω στη γέφυρα, η οποία γυάλιζε τόσο που εμπόδιζε την Έρνα να κοιτάξει πέρα από αυτή. Προχώρησε λίγα βήματα και έφτασε σχεδόν στη βάση της γέφυρας. Άπλωσε το χέρι της και κρατήθηκε. Ακούμπησε το δεξί της πόδι πάνω στη γέφυρα και συνέχισε με το αριστερό. Ξεκίνησε να περπατάει αργά, θαυμάζοντας τη θέα από ψηλά. Ο ήχος του ποταμιού σε συνδιασμό με τον ήλιο συνέχιζε να την μαγεύει. 

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon