Κεφαλαιο 58- Τιτλοι τελους

445 42 23
                                    

Περιφερόταν ώρες ανάμεσα στις βαυαρικες Άλπεις. Σε λίγους μήνες συμπλήρωνε έναν χρονο διαμονής στο πανέμορφο Μπεργκχοφ. Ειχε αρχίσει να συνηθίζει το νέο της όνομα και τη νέα της ζωη. Προσπαθούσε να γεμίζει τις ώρες της μέρας με δραστηριότητες έτσι ωστε να μη σκέφτεται τοσο τα παιδιά της και τον Δημήτρη. Τα βουνά είχαν αρχίσει να πρασινίζουν ξανα, το χιόνι υπήρχε μόνο πολυ ψηλα. Το γρασίδι στην αυλη του σπιτιού αναγεννήθηκε, οι καταρράκτες και οι λίμνες είχαν ξεπαγώσει και το καθαρό, σχεδόν κρυστάλλινο νερο τους έτρεχε ξανα, χαρίζοντας στη φύση μοναδικούς ήχους που σε συνδυασμό με τις φωνές των πουλιών έδιναν μια υπέροχη μελωδία.
Κρατούσε στα χέρια της ενα ψάθινο καλαθάκι και έβαζε μέσα μανιτάρια. Ακομα και οταν ηταν παιδι, δεν ειχε μαζέψει ποτε μανιτάρια. Οι επαφές της με την φύση ηταν ελάχιστες. Περιοριζόταν στον κήπο του σπιτιού τους. Τωρα, ειχε την δυνατότητα να γνωρίσει την μαγική Βαυαρία. Μάζευε τσάι, μανιτάρια, λουλούδια. Φύτευε δέντρα και φυτά στην αυλη, κλάδευε τις τριανταφυλλιές και συχνά τους μιλούσε για την χαμένη της ευτυχία.
Η Ελιζαμπεθ έμοιαζε πλέον με αδερφή της. Ετοίμαζαν μαζι το φαγητό, καθάριζαν μαζι το σπιτι, πήγαιναν μαζι βόλτα το μικρό κορίτσι.
Η Ερνα, στη θέση της μικρής Λαουρας φανταζόταν την Αμελί. Πολλές φορές, οταν η Ελιζαμπεθ ειχε δουλειά, πήγαινε μόνη της βόλτα την Λαουρα, της μάθαινε τραγούδια και της διάβαζε παιδικά παραμύθια. Πολλα βραδια την κρατούσε στο δωμάτιο της και η μικρη ξαπλωνε στην ζεστη αγκαλιά της. Οταν το παιδι κοιμόταν και εκείνη σιγουρευοταν πως η Ελιζαμπεθ δεν την άκουγε, χάιδευε στοργικά τα μαλλιά της και διηγούταν ιστορίες με τα παιδιά της ή ιστορίες της προηγούμενης της ζωής...
Απο τη μερα που έφτασε στο Μπεργκχοφ, κρατούσε ημερολόγιο. Έγραφε καθε βραδυ τον απολογισμό της μερας, τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τους φόβους της απευθυνόμενη άλλοτε στα παιδιά και άλλοτε στον Δημήτρη.
Αναρωτιόταν αν είχαν μάθει για τον δήθεν θάνατο της. Για τον αν έφτασαν τελικά στην Λάρισα... Για το αν ειναι καλα, αν την σκέφτονται ακομα, αν ζουν καλα.... Την μερα που έμαθε πως η γερμανικη κατοχή στην Ελλάδα έληξε, ήθελε να κλάψει απο χαρά και συγκίνηση. Τα παιδιά της θα μεγάλωναν σε ενα κράτος ελεύθερο, σε ενα κράτος ηρωικό που κατάφερε να νικήσει τον κατακτητή. Την ημέρα εκείνη, δήλωσε στην Ελιζαμπεθ πως θα μαγείρευε μόνη της. Χάθηκε στην κουζίνα, σιγοτραγουδούσε και ετοίμασε ενα σωρό καλούδια. Τόσα πολλα, που είχαν να τρώνε απο αυτα για τις επόμενες τρεις μέρες.

Στους τόσους μήνες που ζούσε εκει, ο Αντολφ την ειχε καλέσει μόνο δυο φορές στο τηλέφωνο. Μιλούσαν, ή καλυτερα εκείνος μιλούσε και εκείνη άκουγε, για πάνω απο δυο ώρες. Της μιλούσε για τις συνεχείς απογοητεύσεις στο γραφείο, για την ήττα του στην Ελλάδα, για τα εδάφη που έχανε καθημερινά και για τον κίνδυνο που απειλούσε όλο ενα και εντονότερα την Γερμανία. Εκείνη τον άκουγε καρτερικά, μερικές φορές πολυ προσωπικά καθώς αγωνιούσε για την ζωη και την επιβίωση της.

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Where stories live. Discover now