Κεφάλαιο 44- Το κενό του Θανάτου για το βρέφος το ερχόμενο

216 34 12
                                    

Είχε φύγει, μα το κορμί της είχε παραμείνει παγωμένο, ακίνητο. Το βλέμμα της, έμοιαζε με εκείνο των αγαλμάτων. Κοιτάς το άγαλμα, τα μάτια του καλοσχηματισμένα, τέλεια, προσεγμένα. Παρόλα αυτά, είναι ανέκφραστα, παγωμένα. Έτσι ήταν και τα μάτια της. 

Της έκανε κακό. Της έκανε κακό αυτός ο άνθρωπος. Στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια του Χρίστοφ: '' Ας τα παρατήσουμε. Γύρισε πίσω στο Φράιμπουργκ''. Πόσο της είχε λείψει μια ήρεμη ζωή αλήθεια; Σκεφτόταν τον εαυτό της στην αυλή του σπιτιού των Έσσενμπεργκ, την Αμελί να τρέχει και τον μικρό Βόλφγκανγκ να παρατηρεί την αδερφή του από την αγκαλιά της μητέρας του. 

Τι χρειάζεται άλλωστε ένας άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος; Την υγεία και την οικογένειά του. Εκείνη τα είχε πια και τα δύο, μα δεν ένιωθε ευτυχισμένη. Γι αυτό δεν έφευγε: Γιατί πίστευε πως αν πετύχει το στόχο της, μέσα από τη δικαίωση θα βρει και την χαμένη της ευτυχία. Είχε ρίσκο αυτό. Η δικαίωση δεν ήταν δεδομένη, αυτό τη τρόμαζε. 

Τις σκέψεις της διέκοψε ο Χρίστοφ.

''Έρνα... Τι έπαθες;''

''Σκέφτομαι μήπως τελικά έχεις δίκαιο''

''Δίκαιο για ποιο πράγμα;''

''Μήπως τελικά πρέπει να τα αφήσω όλα αυτά πίσω μου''

''Ξέρω τι σημαίνει όλο αυτό για εσένα, μα όλα αυτά στα λεω για να σε προστατεύσω... Δεν θέλω να πάρεις παρόλα αυτά μια απόφαση για εμένα. Αν επιλέξεις να γυρίσεις στο Φράιμπουργκ, θέλω να το κάνεις επειδή πραγματικά θα το θέλεις εσύ, εσύ η Έρνα''

''Δεν είναι για εμένα αυτά...''

''Κάθε άλλο. Είναι για εσένα αυτά, Έρνα. Είσαι τόσο δυνατή''

''Πότε φεύγεις;''

''Σήμερα...''

Το βλέμμα της χαμήλωσε.

''Ούτε εγώ το θέλω... Μα είναι θαύμα και που κατάφερα να έρθω'' της είπε και με το χέρι του την έκανε να τον κοιτάξει στα μάτια

Ένα δάκρυ της ξέφυγε.

''Μη κλαις, μάτια μου'' της είπε και την αγκάλιασε

''Για πόσο θα συνεχίσουμε έτσι...;''

''Για όσο χρειαστεί''

Ήταν δύσκολος αυτός ο απιχαιρετισμός, δυσκολότερος και από τον πρώτο. Στεκόταν στη πόρτα του δωματίου, εκείνη παρέμενε στο κρεβάτι και κοιτούσε τη μορφή του. Τη μορφή που ούτε ένα μέτρο μακριά της δεν βρισκόταν. Έμοιαζε σε εκείνη τόσο γνώριμη μορφή, τόσο οικεία, γι αυτό ίσως και το βλέμμα της παρέμενε κολλημένο πάνω του. Αδυνατούσε να κοιτάξει αλλού, είχαν σβήσει όλα, μόνο εκείνη η μορφή υπήρχε στον χώρο. Το μυαλό της έτρεξε πίσω στον χρόνο, πίσω στον γάμο της. Από την αρχή της είχε φανεί ελκυστικός σαν άντρας, αδυνατούσε όμως να το παραδεχτεί. Απέφευγε κάθε επαφή με τα πραγματικά της συναισθήματα, με τον πραγματικό της εαυτό, μαζί του.  Τώρα πια είχε γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Ένα κομμάτι μεγάλο, ένα κομμάτι που κάθε φορά πονούσε σαν έπρεπε να απομακρυνθεί. Παρατηρούσε για ακόμα μια φορά τις λεπτομέριες του προσώπου του, μέχρι που τα χείλη του σχημάτησαν ένα μικρό, θλιμμένο χαμόγελο. Εκείνη δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Συνέχιζε να τον κοιτάει, βαθιά στα μπλέ του μάτια. Τον κοιτούσε και από μέσα της αναρωτιώταν τι σκεφτόταν, πως ένιωθε. 

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Where stories live. Discover now