Κεφάλαιο 42- Σάρξ εκ της σαρκός μου

175 27 6
                                    

''Σπρώξε καλή μου, λίγο ακόμη''

Αυτή, ήταν η φωνή της Ζοζεφίν. Η φωνή που χάριζε μερικές παύσεις από τις κραυγές πόνου της Έρνα ή άλλες φορές την σπάνια σιωπή που υπήρχε στο δωμάτιο. Είχε ξημερώσει πια. Μερικές ακτίνες ήλιου τρύπωναν στο δωμάτιο μέσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα και χάριζαν στους τοίχους λίγες σκιές. 

''Δεν μπορώ άλλο, δεν μπορώ'' κατάφερε να πει η Έρνα έτοιμη να κλάψει

Οι πόνοι είχαν ξεκινήσει ήδη από αργά το βράδυ και πλέον ήταν πρωί. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν όλο και περισσότερο, η υπομονή και το κουράγιο της το ίδιο. 

''Λίγη υπομονή, Έρνα μου''

''Δεν γίνεται... Δεν έχω άλλη δύναμη... Δεν μπορώ'' είπε και η φωνή της έσπασε

Πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου, στεκόταν η Έλσε κρατώντας στην αγκαλιά της την μικρή Αμελί και περιμένοντας με αγωνία να ακούσει το κλάμα του μωρού. Ήθελε τόσο πολύ να ήταν δίπλα στη κόρη της. Να της κρατάει σφιχτά το χέρι και να της δίνει λίγη δύναμη, λίγη, να, τόση δα, που όμως την είχε ανάγκη. Ήταν αδύνατον όμως... Κάποιος έπρεπε να μείνει με την Αμελί. 

''Ο Χρίστοφ; Ειδοποιήσατε τον Χρίστοφ;'' ρώτησε με αγωνία η Έρνα

''Πήρε τηλέφωνο η μητέρα σου, Έρνα, μόλις ξεκίνησαν οι πόνοι σου... Ζήτησε να τον ειδοποιήσουν''

Αντί για απάντηση, ακούστηκε μια μεγάλη κραυγή. 

''Έλα... Σταμάτα να σπρώχνεις για πέντε λεπτά... Ηρέμισε'' είπε η Ζοζεφίν και άφησε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο της κοπέλας

Η Έρνα άφησε από τα χέρια της το σεντόνι που κρατούσε και έκλεισε τα γεμάτα δάκρυα μάτια της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε προς το παράθυρο. 

''Νιώθεις λίγο καλύτερα;''

''Θέλω να γεννήσω, Ζοζεφίν... Θέλω να γεννήσω. Γιατί δεν έρχεται;'' ρώτησε απεγνωσμένα

''Δεν είναι όλες οι γέννες ίδιες, γλυκιά μου. Άλλες κοπέλες τα καταφέρνουν αμέσως, άλλες πάλι, όχι. Δεν είσαι η μοναδική, μην ανησυχείς, θα έρθει''

Η πόρτα του σπιτιού χτύπησε, η Έλσε άνοιξε και αντίκρυσε μπροστά της τον Χρίστοφ. Το δικό του βλέμμα καρφώθηκε στα μεγάλα, γαλανά μάτια της μικρής Αμελί. Είχε μεγαλώσει. Μερικές μεγάλες καστανόξανθες μπούκλες κάλυπταν το κεφάλι της και ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν σχηματισμένο στα κόκκινα χείλη της. Σαν ταινία πέρασε από μπροστά του η μέρα που η Εριέττα την είχε φέρει στο σπίτι τους. Θυμήθηκε την μικρή, ξαπλωμένη στο καλαθάκι της, με κατακόκκινα τα μάγουλά της από το κρύο. Το τρομαγμένο βλέμμα της Εριέττας σαν τον είδε μπροστά της με τη στολή.... Τις άγριες εκείνες κινήσεις των ανθρώπων που τη έσπρωχναν στις σκάλες... Τον ήχο του όπλου. Το πτώμα της. Το ζεστό αίμα που έτρεχε στον δρόμο. 

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt