Μέχρι τη Θεσσαλονίκη ήταν ασφαλής. Τα δρομολόγια στο εσωτερικό της χώρας πραγματοποιούταν κανονικά. Μπήκε στο τρένο χωρίς να κοιτάξει πίσω του ούτε μια στιγμή. Ήξερε πως υπήρχε πιθανότητα να μην έβλεπε τη Λάρισα, το χωριό και τη μητέρα του ξανά. Στην ιδέα όμως ότι το παιδί του, ο μονάκριβος γιος του μπορεί να ήταν σε κάποιο ορφανοτροφείο και η Έρνα ήδη νεκρή, τρελαινόταν. Ας τους έβρισκε και ας μη γυρνούσε ποτέ πίσω. Θα έστελνε γράμματα στη μητέρα του, ίσως όταν τα πράγματα θα γινόταν λίγο καλύτερα θα την έπαιρνε πάνω να μείνει μαζί τους. Κάθισε σε μια θέση και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου τρεις ώρες... Θα ήταν ασφαλής για τις επόμενες τρεις ώρες...
Ο ύπνος τον πήρε γλυκά στο κάθισμα. Ονειρεύτηκε τον μικρό Βόλφγκανγκ. Τον έβλεπε μπροστά του να παίζει με τα μαλλιά της Έρνα. Χαμογελούσε και έβγαζε παιδικές κραυγές από την ευχαρίστηση που του προκαλούσε η κίνηση των μαλλιών. Εκείνη, περίμενε καρτερικά να σταματήσει το παιχνίδι ενώ ταυτόχρονα καμάρωνε τον γιο της. Αυτός τους κοιτούσε από μακριά. Τα γαλάζια μάτια του Βόλφγκανγκ έφεγγαν... Τα δύο πρώτα του δοντάκια χάριζαν στο πρόσωπό του μια ακόμη μεγαλύτερη γλυκάδα. Η Έρνα, πάρα τα ανακαταμμένα από το παιχνίδι μαλλιά της παρέμενε το ίδιο όμορφη. Το μεγαλύτερο στολίδι πάνω της, το χαμόγελό της, ήταν εκεί και την έκανε ακόμα πιο όμορφη. Το βλέμμα της γαλήνιο, ήρεμο, γεμάτο. Γεμάτο από αγάπη και περηφάνια.
Την σκηνή διέκοψαν οι πόρτες του τρένου που άνοιξαν, οι φωνές των επιβατών καθώς κατέβαιναν ή ανέβαιναν. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε από το παράθυρο απέναντί του την πινακίδα. Έγραφε με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα: Θεσσαλονίκη.
Κατέβηκε και στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Δεν ήξερε που έπρεπε να πάει. Δεν είχε πάρει τίποτα μαζί του, μόνο την διεύθυνση της Έρνα στο Βερολίνο. Ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του. Ήταν τυχερός που οι γονείς του είχαν επικοινωνήσει με την Έρνα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο σταθμός άδειασε και γέμισε ξανά σε κλάσματα δευτερολέπτου. Γερμανοί στρατιώτες έσπρωχναν το πλήθος. Οι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, βρώμικοι έπεφταν κάτω σαν σκουπίδια ακόμα και με ένα απαλό χτύπημα στη πλάτη. Ένα τρένο έφτασε μα δεν είχε καμία σχέση με το προηγούμενο. Τα βαγόνια ήταν κλειστά, χωρίς παράθυρα και χρειαζόταν κανείς μια μικρή σκάλα για να μπορέσει να ανέβει. Το τρένο σταμάτησε και οι στρατιώτες, αφού τοποθέτησαν μια μικρή σανίδα, άρχισαν να σπρώχνουν τους άτυχους ανθρώπους. Στα βαγόνια ήδη υπήρχε κόσμος. Έτρεξε στο τελευταίο και χάθηκε στο πλήθος ώστε να μη τον καταλάβουν.
KAMU SEDANG MEMBACA
Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}
Fiksi SejarahΣε μια εποχή όπου ο θάνατος είναι ο μοναδικός σύντροφος των ανθρώπων, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί το μίσος, ο Δημήτρης γνωρίζει την Έρνα και η Έρνα τον Δημήτρη. Και είναι ευτυχισμένοι μαζί. Ο Δημήτρης απόφοιτος της ιατρικής. Η Έρνα απόφοιτη της νομι...