Βγήκε από το μεγάλο κτίριο και μόνο τότε άφησε ελεύθερα τα δάκρυα που με τόσο κόπο συγκρατούσε ώρες ολόκληρες. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά ακόμη σαν τρελή, ήταν σχεδόν έτοιμη να βγει από το στήθος της. Κρατήθηκε από έναν τοίχο για να μην πέσει.
''Τι έκανα;'' ρώτησε τον εαυτό της και έφερε το χέρι της στο στόμα.
Τα μάτια της έπεσαν σε μια αφίσα απέναντί της. Με μεγάλα, έντονα, μαύρα γράμματα ήταν γραμμένα τρία ονόματα, το ένα κάτω από το άλλο... ''Στο όνομα του γερμανικού λαού'' διάβασε. Θα τους εκτελούσαν αυτούς τους τρείς, δημόσια. Ήταν κατηγορούμενοι για έσχατη προδοσία. Το μυαλό της άρχισε να παίζει αμέσως διάφορα παιχνίδια, να δημιουργεί πολλά σενάρια μέσα σε δευτερόλεπτα. Σκεφτόταν, πως κάποια μέρα, ίσως σε ένα ίδιο χαρτί, έγραφε και το δικό της όνομα. Ίσως εκείνη η μέρα ήταν η αρχή του τέλους της...
Ασυναίσθητα ακούμπησε το ένα της χέρι στην κοιλιά της.
''Συγνώμη που βάζω σε κίνδυνο την ζωή και το μέλλον σου'' είπε σιγανά και μετά σκούπησε τα δάκρυα από τα μάτια της. Δεν ήταν ώρα για κλάματα. Έπρεπε εξάλλου να βιαστεί, να προλάβει το τρένο για το Φράϊμπουργκ... Έπρεπε να γυρίσει πίσω, να ανακοινώσει τα νέα, να πακετάρει τα πράγματα της και να ξανα ταξιδέψει για το Βερολίνο... Για το Βερολίνο, την πρωτεύουσα, την πόλη του Χίλτερ, την πόλη στην οποία ίσως θα άφηνε την ζωή της παλεύοντας για την ευτυχία της...
Ελληνοαλβανικά σύνορα...
Ο ήλιος κόντευε να χαθεί... Ήταν ίσως η ομορφότερη ώρα ολόκληρης της μέρας και η μοναδική μέσα στην βδομάδα που μπορούσε να ξαποστάσει για λίγα λεπτά. Όλοι οι υπόλοιποι έτρωγαν μα εκείνος προτίμησε να θυσιάσει την ώρα του φαγητού για να κερδίσει λίγα λεπτά με τον εαυτό του... Φαγητό υπήρχε ακόμη, θα έτρωγε την επόμενη μέρα... Χρόνο για εκείνον όμως, μπορεί να μην έβρισκε ποτέ ξανά.
Κοιτούσε τον απέναντι λόφο καθισμένος πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Είχε δροσιά και φυσούσε ένα απαλό αεράκι.
Έβγαλε από την τσέπη του την φωτογραφία της Έρνα μαζί με την αλυσίδα της. Κοίταξε το χαμόγελό της και χάϊδεψε την εικόνα απαλά και στοργικά με το δάχτυλό του. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Ένα μονάχα. Λες και προσπαθούσε να τα κρατήσει τα άλλα.
Ταξίδεψε νοητά στο Λονδίνο, σε εκείνο το μικρό καφέ που διάλεξαν για το πρώτο τους ραντεβού. Έφερε με το μυαλό του την Έρνα να κάθεται απέναντί του, να φοράει εκείνο το όμορφο μπλέ φόρεμα, να έχει τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα και τα χείλη της βαμμένα κόκκινα.Την έβλεπε να του χαμογελάει και να τον κοιτάει με ένα βαθύ βλέμμα αγάπης και φροντίδας.
VOUS LISEZ
Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}
Fiction HistoriqueΣε μια εποχή όπου ο θάνατος είναι ο μοναδικός σύντροφος των ανθρώπων, σε μια εποχή όπου κυριαρχεί το μίσος, ο Δημήτρης γνωρίζει την Έρνα και η Έρνα τον Δημήτρη. Και είναι ευτυχισμένοι μαζί. Ο Δημήτρης απόφοιτος της ιατρικής. Η Έρνα απόφοιτη της νομι...