Κεφαλαιο 52- Σκορπισαν στον ανεμο τα ιδανικα και οι ελπιδες

183 29 8
                                    

Λάρισα...

Άργησε πολυ να ξημερώσει. Πάντα αργούσε απο τη μερα που έφυγε η Ερνα. Ειχε σταματήσει εκει ο κόσμος για εκείνον. Απο τη μια πλευρά, μακάριζε τον εαυτο του. Οταν έφυγε για τον πόλεμο, δεν πίστευε ποτε οτι θα την έβλεπε πριν το τέλος του. Κι ομως,κατάφερε να τη δει, να της μιλήσει, να την αγγίξει. Απο την άλλη, κατι ειχε αλλάξει μέσα του.
Την ένιωθε μακριά απο τη καρδιά του. Ενα κομμάτι της ειχε παγώσει. Θυμήθηκε το βλέμμα της. Του ηταν παντελώς άγνωστο, ξένο, αδιάφορο.

Κοίταξε εξω απο το παράθυρο, ξημέρωνε. Ο ουρανός ειχε ενα κόκκινο περίεργο χρώμα σαν ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του. Διέκοψε τις σκέψεις του και βγήκε απο το υπνοδωμάτιο του. Η Αννα ηταν στη κουζίνα. Μια φέτα ξερό,μαύρο ψωμί ηταν τοποθετημένη σε ενα πιάτο πάνω στο τραπέζι.

"Ξύπνησες, Δημήτρη μου;"

"Ναι μαμα, καλημέρα"

"Κάθισε να φας λιγο... Δεν ειχα τιποτα αλλο"

"Οχι... Άφησε την. Θα τη μοιραστούμε όλοι μαζι το μεσημέρι"

Κοίταξε τον γιο της γεμάτη καμάρι.

"Μήπως πέρασε απο εδω η κυρία Αρετή απο δίπλα;"

"Οχι, γιατι;"

"Με πέτυχε χθες σαν γύριζα στο σπιτι και μου είπε πως νιώθει αδύναμη... Της ειπα να περάσει πρωι- πρωι να τη δω γιατι μετα θα παω στα χωράφια..."

"Αχ, Δημήτρη μου! Δόξα τω Θεω που έχουμε εσένα εδω! Γιατρός σταμάτησε να έρχεται..."

"Τι μαγειρεύεις;"

"Σούπα... Δεν ξέρω ομως, Δημήτρη για ποσο ακομα θα μπορω να την αραιώνω με νερο..."

Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του και σκέφτηκε ποσο άσχημα ηταν τα πραγματα.

Την συζήτηση τους διέκοψε ο Γιάννης. Μπήκε στο σπιτι με βλέμμα άδειο, όπως πάντα τον τελευταίο καιρό.

"Εγινε κατι, Γιάννη;" τον ρώτησε φοβισμένη η Αννα

"Το τελευταίο μας μοσχάρι... Ήρθαν και το πήραν σημερα..." είπε εκείνος και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στον γιο του.

Τα προηγούμενα χρονια, ο Γιάννης ειχε τα περισσότερα ζώα στο χωριό. Μπορεί να μη ζούσε πλουσιοπάροχα και τα χρήματα να μην έτρεχαν απο τα μπατζάκια του, αλλα κατάφερνε να χαρίσει στην οικογένεια του μια σχετικά άνετη ζωη. Ειχε καταφέρει να σπουδάσει έξι ολόκληρα χρονια τον Δημήτρη στην Αθήνα, τον έστειλε στην Αγγλία... Και τωρα, δεν του ειχε μείνει τιποτα.
Με την έναρξη του πολέμου, πολλα απο τα ζώα χάθηκαν απο την πείνα. Αλλα τα έσφαξαν για να επιβιώσουν και αυτοί και οι φίλοι τους... Με την έναρξη της γερμανικής κατοχής, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν επιτάξει τα πάντα: Σπίτια, μαγαζιά, ζώα, χωράφια, εργαλεία.
Του είχαν απομείνει οκτώ μοσχάρια, εκείνοι του άφησαν δυο. Ενα δεν τα κατάφερε... Και το τελευταίο, το μονάκριβο μόλις πέρασε στα χέρια των κατακτητών.

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Where stories live. Discover now