Κεφάλαιο 4ο

10.3K 770 93
                                    

UNEDITED

Ο Αχιλλέας έδωσε ένα δολοφονικό βλέμμα στον πατέρα του να το πω? Λυκειάρχη να το πω δεν ξέρω.

Στο μεταξύ άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κάθισα από την μέσα μεριά δίπλα στο παράθυρο.

Με σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω και μου δείνει ένα βλέμμα του τύπου μην αγχώνεσαι ούτε εγώ σε γουστάρω.

Κούνια που σε κούναγε Αχιλλούκο.

Έβγαλα το βιβλίο μου όσο πιο ήσυχα και ήρεμα μπορούσα και άρχισα να το μουτζουρώνω.

Αμέ.

***

Επιτέλους χτύπησε το κουδούνι και με βιαστικές κινήσεις μάζεψα τα πράγματα μου.

Δεν μπορώ πνίγομαι εδώ μέσα!

Βγήκα από το κτήριο και άρχισα να σκανάρω τον χώρο για να βρω τον Άγγελο.

Τον βρήκα να κάθετε σε μια άκρη καπνίζοντας αυτήν την φορά ηλεκτρονικό.

-Έχε χάρη που δεν είναι στριφτό αλλιώς θα το είχα κάνει ένα με το πάτωμα.

Του είπα και έβαλα τα χέρια μου σταυρωτά κάτω από το στήθος μου.

Το βλέμμα του έπεσε κατευθείαν εκεί.

Τι βλάκας θεέ μου!!

-Εε παπάρα πάρε τα πόδια σου να φύγουμε καμία ώρα.

Του είπα και τον έσυρα μέχρι έξω από την πόρτα.

Καθώς περπατούσαμε μου ήρθε να του πω τι κατινιά μου έκανε σήμερα ο λυκειάρχης.

-Αα να σου πω.

-Για πε

Είπε και πήρε μια τζούρα από το ηλεκτρονικό του.

-Σήμερα ο μαλάκας ο λυκειάρχης έβαλε τον Αχιλλέα να καθίσει μαζί μου!

Του είπα μέσα στα νεύρα γιατί όταν το θυμάμαι συγχιζομαι!!

Τέλος πάντων του είπα ότι έγινε και τσουπ είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι μου.

-Μην ανησυχείς κατσαριδάκι. Εάν πειράξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά σου θα του σπάσω τα χέρια

Μου είπε και μου έδωσε μια στοργική αγκαλιά.

Αχ μακάρι να είχα γνωρίσει πιο νωρίς!

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και άνοιξα την σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού.

***

-Ουφ! Επιτέλους τελειωσααα

Μονολόγισα και πέταξα τα βιβλία μέσα στην τσάντα μου.

Ο γιος του λυκειάρχη μου.|BOOK1|Onde histórias criam vida. Descubra agora