Κεφάλαιο 10ο

8.2K 718 104
                                    

Ξέρεις κάτι? Είσαι πολύ περίεργος τελικά! Γιατί δεν μιλάς ξεκάθαρα??

Έστειλα μέσα στα νεύρα και πέταξα το κινητό δίπλα μου με δύναμη.

-Πετάει μαλακίες χωρίς να τις εξηγεί! Ο..ο..ο. ο βλάκας, ο ηλιθιος, ο μάλακας!

Γκρρρρρ!!

Μουρμούρισα και δάγκωσα το λαστιχάκι που έχω περασμένο γύρο από τον καρπό του και αφήνοντας το.

Απάντηση φυσικά και δεν πήρα. Δεν θα ξέρει πως να δικαιολογηθεί ο μπαμπουΐνος!

Αλλά και πάλι δεν μπορώ να καταλάβω ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ!

Αααα! Δεν θα με τρελάνει εμένα ένας άντρας. Είμαι που είμαι ας μην γίνω περισσότερο.

Σηκώθηκα σαν ελατήριο από το κρεβάτι μου και άρπαξα τα ακουστικά από το γραφείο μου ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου μου.

Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και πήγα προς την εξώπορτα. Έβαλα τα παπούτσια μου και άνοιξα την πόρτα.

-ΠΑΩ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΑΡΓΗΣΩΩΩ

Φώναξα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου κατεβαίνοντας τις μαρμάρινες σκάλες.

Συνέδεσα τα ακουστικούλια μου στον έρωτα της ζωής μου(aka το κινητό μου)

Α! Δεν είναι ο έρωτας της ζωής σου ο Αχιλλέας δηλαδή?

Φυσικά και ειν-ΔΕΝ δεν δεν...είν-ΣΚΑΣΕ!

Έβαλα το αγαπημένο τραγουδάκι μου να παίζει και πήρα τον δρόμο για το πάρκο. Άρχισε να ψιλοφυσάει αλλά εγώ ή μποχλάδο δεν πήρα ζακέτα οπότε ξύλιασα.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το παγάκι(aka το σώμα μου εννοώ) και έτριψα τους ώμους μου μπας και ζεσταθώ.

ΤΡΙΧΕΣ.

Τα νεύρα μου είχαν φτάσει μέχρι τον Θεό. Την μια πάγωνα για τα καλά, την άλλη τα μαλλιά μου έμπαιναν μέσα στην μούρη μου.

Ε-λ-ε-ο-ς!!

Ξαφνικά εκεί που περπατούσα αμέριμνη όπως η κοκκινοσκουφίτσα όταν πήγαινε στην γιαγιά της ένιωσα δύο ζεστά και μυώδες χέρια να τυλίγονται γύρο μου.

Ο γιος του λυκειάρχη μου.|BOOK1|Where stories live. Discover now