Κεφάλαιο 20ο

2.1K 114 24
                                    

Χρ: Ιωάννα ξυπνά. Ιωάννα τελείωνε θα αργήσουμε...ακουω την φωνή της Χριστίνας να με φωναζει αλλά δεν θέλω να σηκωθώ. Δεν θελω ρε πουστη να ξανά πάω εκεί μέσα. Δεν θέλω δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση. Έχουν περάσει 7 μήνες και ακόμα τίποτα. Λες και βρισκόμαστε στο 0. Ούτε στοιχεία ούτε τίποτα. ΣΚΑΤΑ όλα ΣΚΑΤΑ. Σ ηκωνομαι απότομα πάνω και πετάω τα σκεπάσματα πίσω. Πάω προς το μπάνιο που εδώ που τα λεμε είναι τόσο στενάχωρο που Με δυσκολία κοπανάει το κεφάλι σου στο ταβάνι. Ρίχνω λιγο νερό στο πρόσωπο μου και κοιτιεμαι στον καθρέπτη. Πωπω.. χάλια είμαι. Έψαχνα να βρω το κονσιλερ να διορθωσω αυτό το χάλι. Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Υπέροχα! Ότι μισώ περισσότερο. Ουφ ξεκινάω να το απλώσω Και ακούω την τσιριδα της Χριστίνας απ έξω. Αφο υ δεν έβγαλα το μάτι μου καλα πάμε. Βγαίνω έξω να δω τι έπαθε. βγαίνω εξω και δεν την βλέπω στο δωμάτιο. Κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Μια απαίσια μυρουδιά με ε κανε να αρχίσω να βιχω. Κλείνω την μύτη μου και προχωράω στο διάδρομο. Φτάνω στην κουζίνα και την βλέπω να κρατάει ενα σπρέι από αυτά τα εντομοκτόνα και να ψεκαζει πάνω στο πάγκο της κουζίνας σα τρελή. Πάω και της το περνώ από το χέρι χωρι ς βέβαια να σταματήσω να κ ραταω τη μύτη μου.

Ι:Τι κάνει παιδακι μου; Πας καλα;..η φωνή μου ακουγόταν τόσο γελοία εκείνη την στιγμή.

Χρ:Φέρε μου το εντομοκτόνο τώρα. Λεει και παει να μου το πάρει από το χέρι αλλα το σηκώνω ψηλά για να μην φτάνει. Ναι προς πληροφοριση σας είναι κοντή. Όχι πολύ μωρέ απλά μου φτάνει μέχρι το λαιμό.

Ι:Τι ακριβώς κάνεις; λέω και κοι ταω το πάγκο. Ο Χριστός και η μάνα Του. Είχαμε γεμίσει μυρμήγκια. Τι στο καλο; πως μπήκαν αυτά εδώ μεσα;

Χρ:Ποια άφησε χθες το βράδυ την πίτσα εξω;λέει και με καρφώνει με νεύρα. Ουπςς. Ε εντάξει δεν πίστευα πως τα μυρμήγκια θα έκαναν παρέλαση σταυρωστε με

Ι:Εγώ ε;λέω κάπως αμήχανα και την βλέπω να νευριάζει περισσότερο.

Χρ:Ναι Εσύ κοπελιά... Πότε δεν μου άρεσε να φωνάζουν έτσι και πόσο μάλλον η καλύτερη μου φίλη. Τα νεύρα μου. Και στην τελική δεν έκαναν και φονο μια σκατοπιτσα άφησα έξω.

Χρ:Τρέχα να ντυθείς Γιατί έχουμε που έχουμε αργήσει Δεν θες να πέσεις στα χεράκια του Μάνου νομίζω...λεει και με καρφώνει. Ο Όχι. Δεν θελω αυτόν τον άνθρωπο τον μισώ. Τον σιχαίνομαι. Της αφήνω το εντομοκτόνο και πάω στο δωμάτιο. Βα ΖΩ κάτι πρόχειρο μια και που μας ντύνουν εκεί οι "επαγγελματίες" και βγαίνω έξω. Πάω προς την κουζίνα εντάξει κάτι μάζεψε. Βγαίνουμε από το σπίτι και κλειδωνουμε. Μπαίνουμε σε αυτό το παλαιολιθικο ασανσέρ και κατεβαίνουμε στο ισόγειο. Προχωράμε προς την είσοδο και παρατηρώ ένα γνωστό μαύρο αυτοκίνητο. Κάπου το χα ξανά δει αλλα δεν θυμάμαι. Δεν δίνω σημασία και προχωράω μαζί με της Χριστίνα. Μπαίνουμε σε ενα ταξι. Ναι καλα ακούσατε ταξί. Και αυτό γιατί η μηχανή μου πάει. Μου την κλέψανε. Είμαι σίγουρη πως για αυτό ευθύνεται ο Μάνος. Εκείνη την μέρα που είχα πάει στο γραφείο του για να μιλήσουμε για τα λεφτά τον εκνεύρισα τόσο πολύ και επειδή αναφέρθηκα και στη μη χανη. Ε αυτός δεν θέλει πολύ για να τα πάρει στο κρανίο.

Wild Conflict Où les histoires vivent. Découvrez maintenant