Ο ανερούβαλος

334 6 0
                                    

Πολύ με έχει προβληματίσει το θέμα της κληρονομικότητας. Έχει φανεί νομίζω.

Γιατί έκανα αυτές τις επιλογές από τη δεξαμενή των γονιδίων; Μια εξήγηση σας την έχω αναφέρει ήδη. Πήρε πρώτα ο αδελφός μου ό,τι ήθελε και μετά μου έμειναν εμένα τα αποδιαλέγουρα. Πολύ κακή συγκομιδή. Μπορεί να ήταν και κακή η χρονιά. Να μην είχε βεντέμα, βρε παιδιά!

Για παράδειγμα πήρα το ύψος της μητέρας μου, αλλά την επιδεξιότητα - ή μάλλον την παντελή έλλειψη επιδεξιότητας - του πατέρα μου. Εάν έκανα ακριβώς την αντίθετη επιλογή θα ήμουν κάτι σαν τη Σκλεναρίκοβα με χάρη χορεύτριας μπαλέτου και αράχνης υφάντριας. Ενώ τώρα, ένας κυλιόμενος κουβάς που διαρκώς κοπανιέται πάνω στα έπιπλα. Όλο μελανιές είμαι πάντα. Έχω χαρτογραφήσει πάνω μου κάθε μέρος του σπιτιού. Κινητό και ακίνητο. Γωνιές, παράθυρα, καρέκλες, τραπέζια, καναπέδες. Ευτυχώς οι καναπέδες είναι μαλακοί.

Επιπλέον, εγώ το κακόμοιρο, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών μου που ήταν εκτός των γενικών προδιαγραφών κατασκευής για ένα κορίτσι, ήμουν και αριστερόχειρας! Και μην κοιτάτε τώρα που είναι τρέντι. Σας λέω αριστερόχειρας σε μονοθέσιο σχολείο σε χωριό της Κρήτης τη δεκαετία του 80! Εάν δεν έχετε εικόνα του τι σημαίνει αυτό, δυστυχώς δεν θα μπορέσω να σας τη μεταφέρω πλήρως. Θα σας πω μόνο ότι ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου το: «με το καλό χεράκι, Κλειώ». Και δώσ'του: «με το καλό χεράκι, Κλειώ». Ε, αποτελειώθηκα το δύσμοιρο! Δεν βοηθούσε και ο φθισικός ιππόκαμπος. Πού είναι το δεξί χεράκι, πού είναι το αριστερό, πώς πιάνουμε το μολύβι, πώς κάνουμε το σταυρό μας... είχα και τη γιαγιά μου την Καδιανή να θέλει να μου μάθει βελονάκι. Βελονάκι σε μένα; Που περπατούσα και έπεφτα πάνω στα κουφώματα! Αυτό το βελονάκι πώς στερεωνόταν πάνω στην κλωστή, πότε μου δεν το κατάλαβα. Τι αεροπλανικά έκαναν με τα χέρια τους αυτές οι γυναίκες! Στο τέλος μια θεία, πιο πονετικιά, μου έδεσε την κλωστή με το βελονάκι. Κορκός! Που λέει και ένας άλλος θείος. Δεν ξαναέφυγε το βελονάκι από την κλωστή. Άσε που νόμιζα ότι έπλεκα κιόλας. Μου φαινόταν ότι μεγάλωνε λέει το πετσετάκι. Χμ, ναι. Ελπίζω ότι ήμουν απλώς πολύ μικρή.

Από την ταλαιπωρία αυτή με γλίτωσε οριστικά ο πατέρας μου. Αδέξιος, αδέξιος, αλλά του έκοβε του ανθρώπου. Ή συνέπασχε. Όπως και να 'χει, ένα ωραίο απόγευμα βουτάει από τα χέρια μου το πετσετάκι που προσπαθούσα να κεντήσω και μου λέει «πέταξε το πέρα το κωλοσφούγγι!» Και το πέταξα το κωλοσφούγγι. Και δεν το ξαναέπιασα ποτέ. Τι γλυκιά ανάμνηση! Το διαζύγιο μου με την πλεκτική και το κέντημα ήταν οριστικό και, πιστέψτε με, απολύτως συναινετικό!

Ο μικρός ιππόκαμποςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt