Οι Χρειαζόμενοι και οι Μακρήδες

144 5 0
                                    

Αφού τις προάλλες τους έπιασα στο στόμα μου - έστω: στο πληκτρολόγιό μου - ας τους αποτελειώσω σήμερα.

Οι Χρειαζόμενοι, που λέτε, δεν ήταν πάντα Χρειαζόμενοι. Όχι βρε παιδί μου ότι δεν τους χρειαζόμασταν, πάντα τους χρειαζόμαστε αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί αυτή η σογιά είναι από καλά καλή πάστα - όπως το λέει ο μπαμπάς μου όταν λέει καμιά καλή κουβέντα. Καλοί άνθρωποι και με εκπληκτικό ένστικτο της ανάγκης. Δηλαδή μπορεί να κάνεις να τους δεις έναν χρόνο, αλλά άμα κάτι πάθεις - χτύπα ξύλο και οξαποδώ - το μυρίζονται στον αέρα και ξαφνικά τους βλέπεις μπροστά σου και λες "που το κατάλαβαν βρε παιδί μου αυτοί οι άνθρωποι ότι τώρα εγώ τους χρειάζομαι"; Ε, Χρειαζόμενοι, παιδί μου!

Το καλοκαίρι που ήμουν στην Κρήτη και μου αρρώστησε ο μικρός, πριν από μένα φτάσανε στο νοσοκομείο και ας ήτανε και πιο μακριά και με περίμεναν να με πάνε στο σωστό σημείο για να βρω τον σωστό γιατρό - πάλι καλά γιατί, όπως όλοι με ξέρουμε και με αγαπάμε, εγώ κάπου στα μαγειρεία θα είχα καταλήξει να περιδιαβαίνω πανικόβλητη!

Το μόνο το κακό που έχουν αυτοί οι αθρώποι είναι ότι δεν πρέπει να κοιμάσαι δίπλα τους, αλλά ας μην τα ξαναλέμε αυτά, τα είπαμε στον συρνάφτη και τον μπατσελοκόπο.

Ο τίτλος του αρχιΧρειαζόμενου αυτή τη στιγμή ανήκει στον κατεπαλιστή - με συγχωρείτε για τα πατριαρχικά κατάλοιπα, αλλά έτσι είναι, αυτός τον έχει τώρα τον τίτλο δικαιωματικά. Τον αγαπάμε τον κατεπαλιστή και του έχουμε συγχωρήσει και την αδήλωτη παιδική εργασία στα αμπέλια (βλ. "ο τρόμος του θανάτου") αλλά και κάτι άλλο πιο επώδυνο...

Εγώ μικρή πολύ τον φοβόμουν τον κατεπαλιστή γιατί με μάλωνε και μου φαινόταν αγριάνθρωπος - που άμα τον ξέρετε, θα ξέρετε πως καμία σχέση και γι' αυτό όταν μεγάλωσα λίγο, την κατάλαβα τη δουλειά και για να τον εκδικηθώ παλιόγερο τον ανέβαζα, παλιόγερο τον κατέβαζα!

Μια φορά με είχε βάλει να κάθομαι στην καρέκλα και δεν με άφηνε να κατέβω αν δεν μου το έλεγε εκείνος. Ευτυχώς που είχα και τη θεία μου που πάντα έπαιρνε το μέρος μου και με γλίτωνε.

Ένα βράδυ πάλι που ποιος ξέρει τι έκανα, με απειλούσαν οι μεγάλοι ότι άμα δεν σταματήσω θα με πάνε στο αναμορφωτήριο και είχα ... ξέρετε τώρα τι είχα πάθει... από τον φόβο μου. Και όταν έφυγαν με τη θεία μου, τον έβλεπα ψηλά από το σπίτι μας και έκανε ότι θα έμπαινε στο καφενείο για να τηλεφωνήσει, αλλά τελικά δεν πήγε και τον γλίτωσα τον εγκλεισμό εκείνο το βράδυ. Ουφ!

Ο μικρός ιππόκαμποςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt