Σιχαίνομαι τα ψώνια

162 5 1
                                    


Τα σιχαίνομαι. Εννοώ αυτά που πάμε στα μαγαζιά και ψωνίζουμε. Με τα άλλα τα ψώνια – τσοι αθρώποι εννοώ – δεν έχω πρόβλημα, δεν μου πέφτει λόγος στην ευτυχία του καθενός.

Αυτό με τα μαγαζιά όμως μου τη δίνει. Μη με παρεξηγήσετε, δεν λέω ότι δεν μου αρέσουν τα ρούχα, δεν το παίζω καμιά υπεράνω. Απλώς θα ήθελα με ένα μαγικό τρόπο να βρεθούν ξαφνικά στην ντουλάπα μου χωρίς να χρειάζεται να πάω να τα ψάξω, να τα διαλέξω, να τα δοκιμάσω, να δω ότι δεν μου κάνουν, να ξαναδοκιμάσω, να πάω σε άλλο μαγαζί και πάλι να διαλέξω, να δοκιμάσω και άμα βρω τελικά να μου κάνουν να είναι πολύ ακριβά ή να έχουν κακό ύφασμα ή να μη συνδυάζονται ή το χειρότερο από όλα να μην πλένονται στο πλυντήριο – άσε μας ρε ράφτη που δεν πλένονται στον πλυντήριο, σιγά μην πάω να τα πλύνω και στο ποτάμι!

Το καταλάβατε ότι κάτι πρέπει να έπαθα για το αποψινό παραλήρημα. Μπήκα σε κάτι δοκιμαστήρια. Ξέρω ότι έσφαλα εξαρχής που μπήκα σε εκείνο το κατάστημα. Άμα τα ρούχα εκεί μέσα χωράνε με το ζόρι στις κούκλες της βιτρίνας, εγώ τι μπήκα να κάνω εκεί μέσα; Ένα ελαφρυντικό θα μου δώσω ότι είδα πως είχε πολλά νούμερα. Τα έχετε δει τα νούμερα στα καταστήματα αυτά; Άμα ήταν σωστοί και τίμιοι θα έπρεπε να βάζουν αρνητικά νούμερα: -32 για παράδειγμα άμα βάζανε, θα το καταλαβαίναμε εξαρχής ότι δεν απευθύνονται στο ανθρώπινο είδος και δεν θα παιδευόμασταν περαιτέρω.

Μπαίνω λοιπόν μαζί με την κόρη μου στο κατάστημα. Θα το ονομάσουμε «Μαρούσκα», σιγά μην του κάνουμε και διαφήμιση. Για ένα δώρο μπήκαμε, αλλά αφού είδα και κάτι παντελόνια με αρκετό ύφασμα πάνω τους, λέω ας τα δοκιμάσω. Και μπαίνω στο δοκιμαστήριο. Στην αρχή πολύ εντυπωσιάστηκα από την κουρτίνα. Επιτέλους, μια κουρτίνα που κλείνει κανονικά και δεν σε βλέπει το μισό μαγαζί θέλει δεν θέλει. Και εκεί σταμάτησε η χαρά μου. Γιατί άμα ήθελα να με βλέπω στερεοσκοπικά, θα μου έκανα παραγγελιά ένα ολόγραμμα ή έστω ένα άγαλμα και δεν θα έμπαινα εκεί μέσα για να προβάρω παντελόνια.

Αχ, είμαι εκνευρισμένη και χάνει σε λεπτομέρεια η αφήγηση... Ηρεμώ και εξηγώ: Πώς βλέπαμε παλιά κάτι θρίλερ που μπαίνανε οι αθρώποι σε κάτι δωμάτια που είχαν γύρω γύρω εκατό καθρέφτες και βλέπανε χιλιάδες είδωλα του εαυτού τους και άλλα τόσα του δολοφόνου και δεν ήξεραν από που τους ερχότανε το κακό; Έτσι και εγώ εκεί μέσα δεν ήξερα από που μου ερχότανε το κακό.

42 καθρέφτες πρέπει να είχε εκείνο το δοκιμαστήριο. Με έβλεπα από εδώ, με έβλεπα από εκεί, με έβλεπα από γωνίες που κανένας άνθρωπος δεν θα πρέπει ποτέ να δει τον εαυτό του κατά την ταπεινή μου άποψη και ταυτόχρονα περνούσαν από μπροστά μου όλα τα φοντί σοκολάτας στα οποία έχω βουτήξει στη ζωή μου, όλα τα κρουασάν, όλες οι πίτσες και κάθε απόλαυση της ζωής στην οποία έχω υποπέσει. Πολλές πληροφορίες εκεί μέσα παιδιά. Πολλές, παντελώς άχρηστες, αλλά πολύ επώδυνες. Βγήκα έξω ένα ράκος, μια εκμηδενισμένη ύπαρξη, ένα σκουπίδι. Ούτε που ξέρω πώς συνήλθα μετά. Ή μάλλον ξέρω, πήγα για καφέ με την κόρη μου. Το μόνο που αξίζει όταν πας για ψώνια είναι να κάθεσαι για καφεδάκι στο ενδιάμεσο.

Το θυμάμαι από παλιά το όλο σκηνικό. Με έστελνε η μάνα μου για ψώνια με τις φίλες μου, την Άρτεμη, τη Φανή, τη Δέσποινα, σε όποιαν τέλος πάντων έπεφτε ο κλήρος, μου έδινε τα λεφτά και μ' ορμήνευε (1): "Γιάε μη μου τα γιαγείρεις πάλι οπίσω! Να πουσουνίσεις (2)!". "Ναι, μητέρα!" απαντούσα. Το "μητέρα" το έλεγε ο αδελφός μου στη μάνα μας όποτε ήθελε να την πειράξει επειδή τον έψελνε. Το κόλλησα και εγώ και το χρησιμοποιούσα σε παρόμοιες περιστάσεις. Και κατέβαινα στο Ηράκλειο με όποια ατυχήσασα φιλενάδα και άρχιζε το μαρτύριο ολονώνε μας. Το δικό μου, της φίλης μου και όλων των πωλητριών της πόλης. Μα τίποτε δεν μου άρεσε, τίποτε δεν μου έστρωνε, τίποτα δεν άξιζε τα λεφτά του, τίποτα δεν συνδυαζόταν. Και μου κατέβαζαν όλο το μαγαζί τα καημένα τα κορίτσια και εγώ εκεί άγαλμα ασάλευτο και ανικανοποίητο. Τις λυπόμουνα αλλά τι να γίνει, τίποτα δεν μου άρεσε του ζαβού. Και να μου λένε οι φιλενάδες μου, δεν πειράζει θα πάμε σε άλλο μαγαζί. Και ξανά τα ίδια και τα ίδια και πάντα γύριζα στο σπίτι και επέστρεφα τα χρήματα στη μάνα μου και αναφωνούσε αυτή: "Για όνομα του Θεού, ολόκληρο Ηράκλειο και δεν βρήκες τίποτα να σου άρεσει;" Ε, αφού δεν έβρισκα! Και μου έμενε το ξεποδάριασμα, άντε και το ωραίο διάλειμμα για καφέ, συνήθως στη Δαιδάλου.

Μετά, το σκηνικό επαναλαμβανόταν στην Αθήνα. Μια φορά έψαχνα να πάρω μπότες μαζί με τον Χάρη και γυρίσαμε όλη την Αθήνα. Δεν είναι σχήμα λόγου, όλη την Αθήνα γυρίσαμε. Μετρήστε περιοχές: Νέα Ιωνία, Κέντρο, Ερμού, Πατησίων, Δάφνη, Βουλιαγμένη, Ζωγράφου και όλα αυτά για ένα ζευγάρι απλές μαύρες μπότες. Και τελικά πήρα αυτές που είδα στο πρώτο μαγαζί. Απέναντι από το σπίτι μας. Και που τελικέστερα 2-3 φορές τις έβαλα γιατί ήταν εντελώς άβολες!

Προφανώς θα υπάρχουν πολλές αιτίες και για αυτή μου τη μιζέρια και για την απέχθειά μου για όλη τη διαδικασία, αλλά σιγά μην κάνουμε και ψυχανάλυση εδώ μέσα. Ο Χάρης μια φορά το έχει πάρει απόφαση ότι σε κάθε ρούχο που αγοράζω αντιστοιχούν τρεις μέρες αναζήτησης συχνά ατελέσφορης. Πολλές φίλες μου έχουν αναλάβει να με στρώσουν, με έχουν πάει σε μαγαζιά, μου έχουν υποδείξει ηλεκτρονικές αγορές, δύο από αυτές μου αγόρασαν με το ζόρι γόβες πρόπερσι, αλλά στο τέλος όλες σηκώνουν τα χέρια ψηλά.

Και το χειρότερο είναι ότι έχω πολλαπλασιαστεί κιόλας. Πριν μερικούς μήνες μου έλεγε η κόρη μου ότι την είχαν πλευρίσει 2-3 φίλες της και την έψηναν να αγοράσει φόρεμα για την τριήμερη εκδρομή του σχολείου και αλληλοκοιτιούντουσαν με τις φίλες της σαν να ήταν πλάσματα από διαφορετικούς πλανήτες και εν τέλει με τζιν και φόρμες και αθλητικά πήγε το βλαστάρι μου στην εκδρομή.

Και το τρισχειρότερο δεν σας το είπα: εγώ από μέσα μου πολύ το καμαρώνω το βλαστάρι μου που είναι σαν τα μούτρα μου!



(1) ορμήνευε: μου έδινε οδηγίες, με νουθετούσε

(2) Γιάε μη μου τα γιαγείρεις πάλι οπίσω! Να πουσουνίσεις!:    Κοίτα, μη μου τα επιστρέψεις πάλι πίσω! Να ψωνίσεις!

Ο μικρός ιππόκαμποςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin