Παραλίγο παπαδιά

184 8 0
                                    

Η μαμά μου γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή. Έπεσε βόμβα κάπου στο χωριό και από την τρομάρα τής σπάσανε τα νερά της γιαγιάς της Καδιανής και γέννησε πριν την ώρα της. Σύμφωνα με τη διήγηση η μαμά γεννήθηκε 6 μηνών. Ένας Ιταλός γιατρός την έσωσε. Ήρθε και έδωσε οδηγίες στη γιαγιά και κυρίως στις αδελφές της γιαγιάς πως να περιποιούνται το νεογέννητο. Από την πολλή φροντίδα και την πολλή καθαριότητα αυτών των γυναικών σώθηκε η μάνα μου. Άνοιγε λέει τα μάτια της μόνο όταν ήταν μέσα στο νερό.

Τα τρία μικρότερα αδέλφια της γιαγιάς μου ήταν η Κούλα, ο Γιάννης και η Σοφία. Η μεγαλύτερή τους ήταν η θεία η Κούλα. Ήταν η πιο όμορφη και η καλύτερη νοικοκυρά του χωριού. Τα προξενιά έπεφταν βροχή. Όμως τελικά κανένα δε φτούρησε για τη θεία. Και αφού δεν παντρεύτηκε αυτή, δεν παντρεύτηκαν και οι άλλοι δύο, υπακούοντας τυφλά στον αξιακό κώδικα εκείνης της εποχής. Όλοι μαζί έζησαν αγαπημένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους σε ένα σπιτάκι στην κάτω γειτονιά των Βασιλειών.

Οι θειάδες εκτός που ήταν και οι δύο πολύ όμορφες και πολύ νοικοκυρές και εκτός που έσωσαν τη ζωή της μάνας μου όταν ήταν μωρό, την ανέλαβαν και στα μεγαλώματα. Εκείνες της έμαθαν και όλα τα νοικοκυρικά και τα ραφτικά και τα πλεκτικά, ξέρετε, αυτά που ποτέ δεν έμαθα εγώ. Απευθείας απόγονος αυτών των γυναικών ήταν η μάνα μου, "χρυσάφι τα χέρια τους" έλεγε πάντα. Όταν έμπαινες στο σπιτικό τους έμενες άφωνος από την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε εκεί. Με πήγαινε συνέχεια η μάνα μου εκεί όταν ήμουν μικρή και από σεβασμό στις θείες και μπας και αρπάξω και εγώ τίποτα, αλλά άδικος κόπος. Με έψελναν, με λιβάνιζαν αλλά εγώ τίποτα. Όχι ότι δεν προσπάθησα. Προσπάθησα. Και τη σταυροβελονιά μου έμαθα και τη ρίζα και τα μονοβούλωτα και τους απάνω μίτους, αλλά βρε παιδί μου τα χέρια μου δεν πήγαιναν, ώσπου - όπως θα θυμάστε - ένα ωραίο απόγευμα με γλίτωσε ο πατέρας μου από το μαρτύριο.

Έξω στην αυλή τους είχαν γεράνια - τα λέμε σαρδέλες στην Κρήτη - και τριανταφυλλιές. Εκεί μαζευόμασταν και παίζαμε με τα παιδιά από τα γύρω σπίτια, αφού πρώτα γινόταν η απαραίτητη κατήχηση από τις θειάδες. «Να είσαι καλό παιδί και να ακούς τσοι γονέους σου και η Παναγία θα είναι μαζί σου παιδί μου» και είχαν πάντα μπόλικες ιστορίες να μου πούνε. Ήξεραν όλες τις ιστορίες από όλα τα παιδιά του ευρύτερου σογιού και μου τις αράδιαζαν άλλοτε για παραδειγματισμό, άλλοτε προς αποφυγήν. Εγώ ευτυχώς ήμουν σε καλή μοίρα γιατί πίστευαν ότι ήμουν φρόνιμη και πολύ καλή στις δουλειές και ήμουν και καλή μαθήτρια, οπότε θα «με αξίωνε ο Θεός να σπουδάσω», και καλά την έβγαζα με το κήρυγμα. Με κερνούσαν και πορτοκαλάδα ή υποβρύχιο βανίλια που το λάτρευα. Τα έφερναν σε μικρά ποτήρια του καφενείου πάντα σε ασημένιο δίσκο και πάνω σε πλεκτό πετσετάκι. Και από το ψυγείο έβγαιναν συχνά πυκνά και σοκολατάκια νουαζέτα ή τζοκόντα. Καθόμουν όσο κρατούσαν τα κεράσματα και έψαχνα χίλιες αφορμές να φύγω για να πάω να παίξω έξω με τα παιδιά - δίπλα ήταν και το σπίτι της φίλης μου της Ρένας, τέλεια απόδραση - ή να γυρίσω στο σπίτι. Όλο τους έλεγα πως είχα διάβασμα ή να μαγειρέψω ή να κάνω δουλειές και φυσικά το έχαβαν. Καλές οι θείες αλλά σκυλοβαριόμουν εκεί κάτω.

Τον θείο τον Γιάννη σπάνια τον πετύχαινα στο σπίτι γιατί λειτουργούσε το κάτω καφενείο του χωριού. Το καφενείο του Μιμίκου. Σε εποχές που ίσα τις πρόλαβα εγώ το καφενείο του Μιμικογιάννη ήταν ας πούμε το Διογένης Παλλάς των Βασιλειών. Ήταν αρκετά ευρύχωρο με την ξυλόσομπά του στη μέση και εκεί γίνονταν οι μεγάλοι χοροί και τα γλέντια του χωριού. Η μάνα μου που ήταν πολύ χορευταρού - από εκείνη το πήρα - έχει περάσει στα νιάτα της αξέχαστα γλέντια σε εκείνο το καφενείο. Πολύ της άρεσε ο χορός της μάνας μου, γι'αυτό όταν της έκαναν προξενιό τον παπά δεν ήθελε να τον πάρει με τίποτα γιατί δεν θα μπορούσε να σηκώσει "τον σταυρό της παπαδιάς". Αλλιώς ήταν οι εποχές και αλλιώς ήταν και οι παπαδιές, δεν άνοιγαν τους χορούς στα πανηγύρια. Την είχανε οι θειάδες στο μπούρου μπούρου και στο ψηστήρι, αλλά τίποτα η μάνα μου. Δεν ξέρω εάν έκανε άλλη επανάσταση στη ζωή της όμως για τον μπαμπά μου έδωσε μάχη με τον γυναικείο πληθυσμό της οικογένειας. Δεν θα προβώ σε περισσότερες αποκαλύψεις γιατί δεν κάνει, πάντως μόνο ο παππούς μου και ο θείος μου - ο μετέπειτα κατεπαλιστής - τον ήθελαν τον πατέρα μου εκείνη την εποχή. Και στηνόταν ο μπαμπάς μου στα καφενεία και περίμενε να περάσει η μαμά μου για να πάει στην εκκλησία την Κυριακή για να μπορέσει να τη δει. Τους πήρε χρόνια για να καταφέρουν να παντρευτούν τελικά.

Γιατί εντάξει το σόι της μάνας μου ήταν γενικά καλόβολο, αλλά ήταν και το σόι του πατέρα μου. Αξίωνε η γιαγιά η Κλεάνθη να παντρευτεί πρώτα η μικρότερη αδελφή του και μετά να παντρευτεί ο μπαμπάς μου. Ώσπου τον σωχτύπησε ο μπαμπάς μου τον αξιακό κώδικα της εποχής και τον έστειλε εκεί που του έπρεπε και τελικά παντρεύτηκε τη μαμά μου και ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς πώς θα αναβαθμιζόταν η γαστρονομία των Βρυξελλών και τι θα διαβάζατε εσείς τις Τετάρτες τα βράδια;

Τη μαμά πάλι την αγαπούσε πολύ ο πεθερός της. Βέβαια ο παππούς ο Μανόλης ήταν γενικότερα ζεν και αγαπούσε εύκολα, αλλά όπως και να'χει της είχε αδυναμία. Η γιαγιά η Κλεάνθη φυσικά και την αγαπούσε, αλλά ξέρετε πώς είναι οι πεθερικές αγάπες. Την πρώτη φορά που πήγε η μάνα μου νύφη στα πεθερικά, σηκώθηκε να κάνει καφέ και από το άγχος της έβαλε αλάτι στον καφέ και έπεσε το αθώο τάχαμου αστειάκι «αλμυρή μας βγήκε η νύφη». Αθώο, αθώο το αστειάκι επιβίωσε πολλά χρόνια ώσπου το έμαθα και εγώ σας το γράφω τώρα, φανταστείτε να ήταν και φαρμακερό...

Όποτε τη νευριάζει ο πατέρας μου τη μάνα μου ακόμα του το χτυπάει ότι κακώς τον πήρε και έπρεπε να ακούσει τις θειάδες της και να πάρει τον παπά και ας έτρωγε και μόνο το πρόσφορο της εκκλησίας.

Και εγώ πάλι σήμερα για την Καδιανή είχα σκοπό να γράψω, αλλά όπως πάντα αλλού 'ντ' αλλού το μυαλό. Την άλλη βόλιτα* πάλι...










την άλλη βόλιτα: την άλλη φορά

Ο μικρός ιππόκαμποςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin