Η κατρουλομάτα

220 7 1
                                    

Άλλες είναι πρασινομάτες, άλλες είναι γαλανομάτες, εγώ είμαι κατρουλομάτα. Ο καθείς με τα προσόντα του σε αυτόν τον κόσμο. Όλοι στην οικογένειά μου είναι κατρουλομάτηδες. Όλα τα κλαίμε: χαρές, λύπες, επιτυχίες, αποτυχίες, γάμους, βαφτίσια, κηδείες, νηστείες, όλα τα λαλούμε από τον ίδιο πόρο. Τον δακρυϊκό!

Καλά αυτό με τις νηστείες μούφα είναι. Το έγραψα επειδή η νηστεία κάνει ομοιοκαταληξία με την κηδεία. Σιγά μην έκανα εγώ ποτέ νηστεία! Αφού λέμε κάθε δυο ώρες πρέπει να φάω, είμαι για να αποκλείω φαγιά; Η μεν μαμά μου ήταν πρόθυμη να με νηστέψει, η δε σαρξ μου ήτο ασθενής! Ελάτε στη θέση μου: να είναι Μεγάλη Πέμπτη, στον φούρνο να ψήνονται καλιτσούνια ανεβατά, να μοσχοβολάει όλη η κουζίνα, όλο το σπίτι, όλη η βορειοανατολική περιφέρεια των Βασιλειών και εγώ από αυτά δεν έπρεπε, λέει, να δοκιμάσω και να περιμένω, λέει, να τα φάω σε τρεις μέρες! Γίνεται; Ε, δεν έγινε ποτέ! Ωραιότατα τα χλαπάκιαζα τα καλιτσούνια. Μεταξύ μας, τους ανθρώπους που μπορούν να συγκρατηθούν σε αυτές τις καταστάσεις εγώ πολύ τους φοβάμαι. Ποιος ξέρει για τι άλλο μπορεί να είναι ικανοί!

Ευτυχώς είχα σύμμαχο τον μπαμπά μου. Άλλος κοιλιόδουλος αυτός! Είχε αναπτύξει και τη μεταφυσική μας άμυνα: "άμα πας εκεί που είναι να πας, ο Άγιος Πέτρος θα σε ρωτήσει τι έκανες, όχι τι έφαγες"! Οπότε λύθηκε και αυτό, κομπλέ είμαστε.

Εκείνο που δεν μπορεί ποτέ να λυθεί είναι το να μην κλαίω με τα πάντα. Τις ειδήσεις τις έχω κόψει. Κλαίω. Άμα έχω να δω κάποιον πολύ καιρό, κλαίω. Στις ταινίες κλαίω. Στα τραγούδια κλαίω. Και καλά να κλαίω όταν τραγουδάει ο Ψαραντώνης την Πετροπέρδικα, εκεί όλοι κλαίνε, μα να κλαίω που χάθηκε στο δάσος ο Γουίνι ο Που; Ο Που; Αρκούδα είναι, θα τον βρει τον δρόμο της. Εγώ γιατί να κλαίω;

Επίσης κλαίω στα σχολεία. Καλά στα σχολεία των παιδιών έχω εντελώς ξεγιβεντιστεί*. Είτε καλά μου λένε, είτε κακά – που σιγά μην πει κανείς κακό για τα παιδιά μου τα αριστουργήματα – εγώ πάντα με γυαλισμένα μάτια είμαι. Έχω ποτίσει τα πλακάκια και τα σοβατεπιά σε όποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα έχω πατήσει τα πόδια μου. Την πρώτη φορά που συμμετείχε σε παράσταση η μεγάλη – τριών χρονών στον παιδικό, βατραχάκι ήτανε, το πιο όμορφο από όλα, εντελώς αντικειμενικά – όλοι οι υπόλοιποι γελούσαν και χειροκροτούσαν, ενώ εγώ δώστου να κλαίω και δώστου να σκουπίζομαι και να σκουπίζομαι και ποσκουπισμό να μην έχουν τα δάκρυά μου!

Και καλά να κλάψω στο τέλος της χρονιάς όταν χαιρετάω την κυρία Γεωργία, να κλαίω και όταν χαιρετάω την κυρία Αμπαλία; (Το πιάσατε; Της άλλαξα το όνομα, επειδή είμαι ανώτερος άνθρωπος!) Την κυρία Αμπαλία που η μόνη της έγνοια όλη τη χρονιά ήταν να μην κολλήσει σε κανένα πλακάκι το δωδεκάποντο ή να μην ξεφύγει κανένα κάλλος από το ντεκολτέ; Σε αυτήν έκλαψα! Έλεος δηλαδή! Για την κυρία Γεωργία, μάλιστα να κλάψουμε και να πλαντάξουμε.

Και ήρθε η στιγμή να σας γράψω για την κυρία Γεωργία. Μια ωραία βραδιά είχα ανηφορίσει πάλι με κουμπάρα – έχω πολλές κουμπάρες – στον Λυκαβηττό για να ακούσω τον Γιάννη τον Χαρούλη. Πόσο υπέροχη ήταν εκείνη η βραδιά δεν μπορώ να σας περιγράψω! Εννοείται ότι σεληνιάστηκα – λογικό, νύχτα ήταν – εννοείται ότι τραγούδησα με την υπέροχη, γάργαρη φωνή μου – το γάργαρη όπως λέμε "κάνω γαργάρες", τόσο γάργαρη η φωνή – εννοείται και ότι συχνά πυκνά έριχνα και τα δακρυάκια μου. Κάποια στιγμή λοιπόν λέει το παλικάρι μας: "Σας εύχομαι μωρέ κοπέλια να γνωρίσετε κάποια στιγμή στη ζωή σας έναν άνθρωπο, που να σας κάνει τόσο καλό που να μην μπορείτε ποτέ να του το ξεπληρώσετε". Αυτό είναι για εμένα η Γεωργία μας. Ο άνθρωπος που μου έχει κάνει τόσο καλό που δεν θα μπορέσω ποτέ να του το ξεπληρώσω.

Αν έπρεπε να γραφτεί κάπου ο ορισμός της δασκάλας, θα γράφαμε το όνομά της και θα τελείωνε η υπόθεση. Εννοείται ότι δεν θα σας γράψω λεπτομέρειες, γιατί γράφω και κλαίω παράλληλα και πόσα πια να κάνω ταυτόχρονα;

Η Γεωργία, αφού επιτέλεσε το έργο της με το βλαστάρι μου, ανέλαβε εμένα. Εμένα και την έτερη φίλη μας, τη συμμαμά Ιωάννα. Άλλη ψυχούλα και αυτή! Η Ιωάννα με τη μεγάλη καρδιά, το πολύ θάρρος και τα λουλουδάτα φορέματα. Η Ιωάννα που ξέρει πάντα τι πρέπει να πει και τι να ευχηθεί. Πάντα και σε κάθε κοινωνική περίσταση. Να έχετε και εσείς έναν τέτοιο φίλο που να τα καταλαβαίνει αυτά τα κοινωνικά. Πολύ χρειαζούμενος! Εγώ συνήθως φροντίζω να κάθομαι λίγο πιο πίσω της και την αφήνω να καθοδηγεί.

Και για να μην τα πολυγράφω, γιατί είναι και βαρετό να γράφω ωραία πράγματα, αυτές οι δύο ευθύνονται για αυτά εδώ τα κείμενα. Σε αυτές έγραφα κάθε τρεις και λίγο τα κατορθώματα από τα βλαστάρια μου και μεγαλοπιάστηκαν και ψωνίστηκαν και αποφάσισαν να έχουν φίλη συγγραφέα. Καλό ε; Ώρες, ώρες πολύ με παραδέχομαι. Ότι και καλά αυτές ψωνίστηκαν και όχι εγώ! Πώς τα θολώνω τα νερά άμα θέλω! Σουπιά είμαι η άτιμη!

Εκεί καλά τα πάω, στο κλάμα δεν μπορώ να με σταματήσω. Δεν ξέρω που θα πάει το χάλι μου. Από την άλλη σκέφτομαι ότι μπορεί το δάκρυ είναι ένα έξυπνο τρυκ που κάνει ο εγκέφαλος μου. Έρχεται το ερέθισμα και μέχρι να το αξιολογήσει να δει τι σόι πράμα είναι αυτό, ρίχνει ένα δάκρυ για να κερδίσει χρόνο.

Ή έχω πολύ ισχυρή ενσυναίσθηση και ταυτίζομαι με όλους, με τους ανθρώπους, με τις καταστάσεις, με τα καρτούν...

Ή είμαι απλώς και σκέτα μια κλαψο... κλαψιάρα, για να μην γράψω την άλλη τη λέξη και κατεβάσω το επίπεδο.

Ένα παράπονο μόνο έχω από αυτή τη ζωή. Εντάξει, πολλά έχω, αλλά τώρα θα πω ένα από αυτά. Το 'χω παράπονο που δεν πρόλαβε να με ανακαλύψει ο Φώσκολος... αχ τότε θα τη βλέπατε τη ζηλευτή καριέρα και θα τρίβατε εσείς τα μάτια σας!



*ξεγιβεντίζομαι: ρεζιλεύομαι





Ο μικρός ιππόκαμποςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang