"Είσαι τόσο στενή." είπε εκείνος με κομμένη την ανάσα ενώ εγώ άφησα ένα μικρό επιφώνημα πόνου να βγει από το στόμα μου.
"Ίσως επειδή αυτή είναι η πρώτη μου φορά..." ψιθύρισα ενώ έβγαινε από μέσα μου.
"Θες να πεις πως είσαι παρθένα;" με ρώτησε με τρόμο.
"Ναι;" απάντησα χωρίς να καταλαβαίνω την αντίδρασή του.
"Γαμώτο! Γιατί δεν μου το είπες." έβρισε και σηκώθηκε από πάνω μου απότομα.
Εγώ έμεινα στήλη άλατος να τον κοιτάω να ντύνεται στα γρήγορα και τα πρώτα δάκρυα έκαναν την επίθεση τους στα μάτια μου. Τα σκούπισα αμέσως, επειδή δεν ήθελα να με δει να κλαίω. Ένιωθα τόσο γυμνή. Και όχι επειδή ήμουν στην κυριολεξία γυμνή. Όμως γυμνή στην καρδιά και την ψυχή, γιατί τον εμπιστεύτηκα και τον άφησα να δει βαθιά μέσα μου. Εγώ ήθελα να είναι ο πρώτος μου και αυτός μου φέρθηκε έτσι; Πώς μπορούσε να μου φερθεί τόσο σκληρά; Λες και έκανα κανένα έγκλημα επειδή ήμουν παρθένα!
"Ντύσου, φεύγουμε." μου πέταξε αδιάφορα ενώ έβγαινε έξω από το σπίτι και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
Σηκώθηκα και εγώ και ντύθηκα και τον ακολούθησα έως τη βέσπα. Ανεβήκαμε και οι δύο πάνω και ξεκινήσαμε για το σπίτι του Αντριάνο. Μόλις φτάσαμε, εγώ κατέβηκα αμέσως από τη μηχανή και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Δεν γύρισα ούτε όταν άκουσα τον Αντριάνο να με φωνάζει, μόνο συνέχιζα να τρέχω, μέχρι που μπήκα μέσα στο δωμάτιό μου και κλείδωσα την πόρτα.
Μπήκα κατευθείαν στο μπάνιο, ένιωθα τόσο βρώμικη. Γέμισα την μπανιέρα με νερό και αφρόλουτρο και για μία ώρα έτριβα με μανία το δέρμα μου για να βγάλω από πάνω μου αυτή τη βρωμιά που ένιωθα να με πνίγει. Όταν είχα γινεί κατακόκκινη πλέον από το τρίψιμο και το νερό είχε αρχίσει να κρυώνει, αποφάσισα να βγω. Το αίσθημα της βρωμιάς που ένιωθα δεν έφυγε, όμως δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο γι' αυτό.
Άρχισα πάλι να σκέφτομαι τον Αντριάνο και πως μου φέρθηκε, και ήλπιζα η πρώτη μου φορά να μη με στιγμάτιζε σε όλη μου τη ζωή. Δεν ξέρω γιατί ήθελα να του δοθώ τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή, όμως τώρα μετάνιωνα ακόμη και για τα φιλιά που ανταλλάξαμε.
Οι καλοκαιρινοί έρωτες ποτέ δεν κρατάνε! σκέφτηκα και με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.
Με ξύπνησε η μαμά μου το πρωί αφού τα δωμάτιά μας επικοινωνούσαν, παρ' όλο που το καθένα είχε και τη δική του ξεχωριστή κύρια πόρτα. Δεν ήθελα να σηκωθώ ακόμη. Ένιωθα τόσο χάλια, και δεν είχα καμία όρεξη να δω τα μούτρα του. Μετά από μισή ώρα, σηκώθηκα και ετοιμάστηκα. Έπρεπε να γυρίσουμε πίσω στο σπίτι μας.
BẠN ĐANG ĐỌC
Letters from Wheel {TYS2023}
Teen FictionΗ Μαρτίνα αγαπά την ταχύτητα και οτιδήποτε συνδέεται με αυτή. Οι διακοπές της στη Ρώμη θα της αλλάξουν για πάντα τη ζωή, αφού θα την φέρουν πιο κοντά σε αυτό που πάντα αγαπούσε, τις μηχανές! Οι παράνομοι αγώνες θα γίνουν μέρος της ζωής της όταν γ...