7. Η πρώτη μέρα.

807 89 0
                                    

   Η Ευρυδίκη όλο χαρά,  ξύπνησε στις 5 η ώρα για να ετοιμαστεί και γύρω στις 5:45 έφυγε απο το ξενοδοχείο οπου πέρασε το βράδυ. Ήταν  πανέμορφη. Η στολή της προσέδιδε μια γοητεία και τα ίσια κόκκινα  μαλλιά της σε συνδιασμό με το κόκκινο κραγιόν της ηταν ο τέλειος συνδιασμός για να γοητεύσει η ίδια οχι μονο τον ανώτερο της αλλα και καποιον αλλον. 
    Όταν έφτασε στο λιμάνι έψαχνε να βρεί το πλοίο. Μπήκε μέσα και ένας ναύτης μηχανικός της μίλησε.

Λ: Επ! Που πάμε;
Ε: Α εμ είμαι η ρεσεψιονίστ η καινούργια. Ευρυδίκη Βασιλακάκη λέγομαι.
Λ: Λυκούργος Προκοπιάδης. Χάρηκα! Ήρθες για το καθάρισμα;
Ε: Ε ναι.
Λ: Ασε με να σε συνοδεψω μέχρι πανω. Αν θες να σε ξεναγίσω στο καράβι.
Ε: Ναι πολυ θα το ήθελα.
Α: Πιάσαμε ψιλή κουβεντουλα Προκοπιάδη; Γρήγορα στο γκαράζ, ελα σε παρακαλω.
Λ: Μάλιστα κύριε.
Α: Ευρυδίκη όταν πιανουμε δουλεια δεν πιανουμε και ψιλή κουβέντα με τους μηχανικούς. Αλλη ειναι η δουλειά σου. Θα ανεβεις στην ρεσεψιον και θα αρχίσεις το καθάρισμα του ποστου σου και μετα στα σαλόνια δυο και τρια.
Ε: Μάλιστα.
Α: Κομμένα τα πολλά πολλά με το προσωπικό.
Ε: Ενταξει το καταλαβα.
Α: Μην αντιμιλας.
Ε: Συγνώμη Άγγελε...καπετανιε.
Α: Εμπρός πανω.

    Η Ευρυδίκη ανεβηκε τις σταματημένης κυλιώμενες σκάλες με τις βαλίτσες της και μπηκε στην καμπίνα της, που πλεον θα ήταν μονο δική της. Έμοιαζε μς εκείνη του ξενοδοχείου. Είχε δικο του μπάνιο, διπλό κρεβάτι, μια διαπλατη ντουλάπα, γραφείο, και φυσικά ενα κυκλικό παράθυρο στο οποίο απεικονιζόταν η θάλασσα ντυμένη με το λευκό της πέπλο απο τον αφρό που δημιουργούσε το πλοιο. Τακτοποιηθηκε και κατέβηκε ξανά στην ρεσεψιον οπου και ψιλαφησε το μέρος εκεί. Κάθε λιγα λεπτά συναντούσε νέους συναδέλφους, συστηνόταν, και συνέχιζε το καθάρισμα του μεγάλου γραφείου της ρεσεψιον. Αφού τελείωσε εκεί αποφάσισε να βοηθήσει στο καθάρισμα των σαλονιών και αργότερα αρχισε να εισέρχεται κόσμος. Γυρω στις 8 και 20 που πλεον το πλοίο είχε γεμίσει, η Ευρυδίκη με την καθοδήγηση των οδηγιών, εκαν ε μια ανακοίνωση στα μεγάφωνα.

" Καλημέρα και καλώς ήρθατε στο πλοίο μας. Σαλπάρουμε σήμερα για τα νησιά του Αιγαίου με το πλοίο μας της εταιρίας  Knossos ferries και με την καθοδήγηση του πλοιάρχου μας, κυρίου Άγγελου Δερβετζόγλου και του πληρώματος μας. Σας ευχόμαστε καλό ταξίδι. "

    Αυτά τα λόγια θα τα λέει κάθε φορά που μπαίνει πρώτος κόσμος στο πλοίο.  Κατά την διάρκεια του ταξιδιού και εφόσον υπάρχει κενή μια ωρα, η Ευρυδίκη αποφάσισε να ανέβει στην γέφυρα οπου εργαζόταν Άγγελος.

Α: Ήρθες; Τελειωσες τις υποχρεώσεις σου;
Ε: Ναι φυσικά.
Α: Έλα εδώ κοντά μου να σου δείξω τους μοχλούς.
   
   Η Ευρυδίκη κάθισε μπροστά απο τους μοχλούς και ο Άγγελος τοποθέτησε τα βαριά, αντρικά του χέρια πανω στα δικά της για να της δείξει την λειτουργεία τους. Πλησίαζε αργά τον λευκό λαιμό της και της μιλούσε γλυκά :

Α: Εδώ ελεγχεις την ταχύτητα. Εδώ βλέπεις τα μίλια που διανύει το βαπορι.
Ε: Και αυτό εδω;

   Ο Άγγελος είχε ερθει πολυ κοντά της. Η Ευρυδίκη έβραζε, ένιωθε πεταλούδες στο στομάχι της. Εκείνος ακούμπησε αργά τα χέρια του στην μέση της. Αυτή γύρισε αργά προς το μέρος του. Τον κοίταξε μεσα στα μάτια. Τα ματια του ηταν γαλανά, σαν την θαλασσα. Τα δικά της γαλανά σαν τον ουρανό. Κοιταχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα και τα χείλη τους ενώθηκαν αργά. Εκείνη έκλεισε τα ματια της για να απολαυσει την στιγμή και αυτός ήθελε να περιεργαστεί το στόμα της με την γλώσσα του. Η Ευρυδίκη δεν είχε νιώσει ποτέ τόσες πεταλούδες και τετοια έλξη για κάποιον. Όταν ξαφνικά μεσα σε αυτην την όμορφη στιγμή τους διέκοψε ο Λυκούργος.

Λ: Κύριε ψάχνω...
Α: Άλλη φορα να χτυπας ή να ενημερώνεις πριν έρθεις Προκοπιάδη. Λ: Συγνωμη που σας... Διεκοψα. Ψάχνω την Ευρυδίκη,  σε λιγο πιανουμε λιμανι και πρεπει να γίνει η ανακοίνωση.
Ε: Ναι ναι!  Ερχομαι, με συγχωρείτε.

   Τι έπαθε η ηρωίδα μας με τον φίλο του πατερα της; Μήπως αγάπη ή έρωτας; Ας το μάθουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Μην ξεχάσεις να πατήσεις το αστερακι και να μου αφήσεις ενα σχολιο. Σμουτςς😘😘


"Θάλασσα ξελογιάστρα" Where stories live. Discover now