Black and white

3.1K 273 7
                                    

Δυο μέρες πριν το τέλος της κατασκήνωσης πλέον. Σε δύο μέρες θα είμαι σπίτι. Αλλά δεν έχει περάσει ούτε η σημερινή ακόμη οπότε καλό θα ήταν να σηκωθώ από το κρεβάτι και να κάνω τίποτα με τη ζωή μου. Ένιωθα όσο βαριά και κουρασμένη όσο ποτέ αλλά κατάφερα να σηκωθώ. Ήθελα επειγόντως καφέ και βγήκα έξω με τις πιτζάμες. Αναλυτικότερα, μια παλιά μπλούζα μου με τον Μίκη και ένα αθλητικό σορτσάκι που ταίριαζε με αυτήν. Τέλος πάντων βγήκα στο τραπέζι και προς δική μου έκπληξη υπήρχε ήδη ο καφές εκεί πάνω. Είχε ένα χαρτάκι δίπλα και το άνοιξα.
'Φαντάστηκα πως θα σου χρειαζόταν οπότε ορίστε.' Έγραφε και από κάτω 'Χρήστος'. Αχ αυτό το παιδί στην καρδιά μου το έχω. Δεν ασχολήθηκα περισσότερο και αφού πήρα τον καφέ μου έκανα μια βόλτα στην κατασκήνωση έχοντας μόνο τα μάτια μερικών ομαδαρχών να με επιβλέπουν. Πέρασα και από τον Χρήστο αργότερα να τον ευχαριστήσω. Αν και δεν είχαμε πολύ χρόνο να τα πούμε λόγω εργασίας.

Τριγυρνούσα και έφτασα στο δωμάτιο την στιγμή που όλες είχαν μόλις ξυπνήσει. Πλησίασα το κρεβάτι μου και αφού ντύθηκα ξαναβγήκα έξω χωρίς να μιλήσω σε κανέναν.

Μου ήταν όλα τόσο αδιάφορα και χωρίς να δώσω σημασία σε κανέναν ή τίποτα πήγα στο γήπεδο. Μάλλον θα έφταιγε το γεγονός ότι έπρεπε να φύγουμε σε λίγες μέρες. Και δεν μπορούσα ούτε καν να το σκέφτομαι.
Στο γήπεδο λοιπόν.. Οι μπάλες ήταν κλασικά κρυμένες στο γνωστό σημείο και αφού πήρα μια από αυτές άρχισα να βαράω σουτάκια στο απέναντι τέρμα ανενόχλητη. Θυμόμουν όταν ήμουν μικρή έπαιζα μπάλα με τα παιδιά του ορφανοτροφείου μια στο τόσο. Ήταν όμορφες στιγμές. Δεν με ένοιαζε τίποτα και κανένας πράγμα που έκανε λίγο πιο εύκολα τα πράγματα.

Μετά από ένα σουτ η ανάσα μου βάρυνε και πριν το καταλάβω τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο το βάρος του σώματος μου. Έβγαλα ένα σωληνάκι από την τσέπη μου και εκτέλεσα την γνωστή διαδικασία. Η αναπνοή μου επανήλθε αργά όπως πάντα αλλά ένιωθα ακόμη ζαλισμένη. Σήκωσα το κεφάλι μου και αντίκρισα ένα αγόρι απέναντι μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος ήταν και μετά από λίγο έπεσα κάτω ζαλισμένη. Ήρθε αμέσως δίπλα μου και άρχισε να φωνάζει.
"Ζωίτσα τι σου συμβαίνει? Όχι πάλι." Είπε και έκλεισα αργά τα μάτια μου.

...

"Έλα ξύπνα." Τον άκουσα για άλλη μια φορά έξω από το δωμάτιο. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρησα το δωμάτιο του ιατρείου. Η ομαδάρχισσα μου ήταν απ' έξω και η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο. Κοίταξα το ρολόι δίπλα μου και αφού βεβαιώθηκε ότι είχε ήδη φτάσει 8 το βράδυ λόγω του σκοταδιού που υπήρχε έξω από το παράθυρο αυτή με κοίταξε και μου μίλησε.
"Πώς είσαι μικρή?"
"Τώρα καλά." Απάντησα ξερά και σηκώθηκα από το κρεβάτι.
"Το ελπίζω. Θα σου συνιστούσα να κάτσεις να ξεκουραστείς αλλά αυτό είναι δική σου απόφαση." Συμπλήρωσε εκείνη.
"Ναι ευχαριστώ πάω." Βγήκα από το δωμάτιο και τον κοίταξα για άλλη μια φορά.
"Είσαι εντάξει?" Δεν τον κοίταξα απλά απάντησα.
"Ναι. Ευχαριστώ." Είπα ξέροντας πως ήταν εκείνος που ειδοποίησε τους άλλους.
"Γιατί δεν με κοιτάς στα μάτια?"
"Γιατί τολμάω να σε κοιτάξω." Μίλησα χωρίς να συνειδητοποιώ τι έλεγα.
"Μα τι λες?" Είπε και το χέρι του σήκωσε το κεφάλι μου ώστε να τον κοιτάξω.
"Δεν το έκανα επίτηδες. Δεν το ήθελα καν. Ήταν εκείνος. Βγήκε από το γραφείο και απλά με φίλησε." Είπα κλαψουρίζοντας. Δεν ήμουν καλά.
"Δεν με ενδιαφέρει αυτό τώρα. Απλά ήθελα να δω πως είσαι." Είπε εντελώς αδιάφορα.
"Ευχαριστώ." Γύρισε προς την αντίθετη και έφυγε.

Η Κατασκήνωση... Where stories live. Discover now