Οι γιατροί έκαναν στην άκρη και με άφησαν να πλησιάσω το αγόρι με τους σωλήνες. Έβγαιναν έξω και όταν έμεινα μόνη μου με εκείνον μου μίλησε.
"Σου είπα. Πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου." Έπεσα πάνω του προσέχοντας τα καλώδια και τους σωλήνες που τον περικύκλωναν, και του χάρισα την πιο ζεστή αγκαλιά μου.
"Αυτό ήταν. Τελείωσε." Είπα σιγουρη αυτή τη φορά γνωρίζοντας πως θα γυρνούσαμε σπίτι σύντομα.
"Αν είναι να είσαι δίπλα μου έτσι, θα μείνω άρρωστος για πάντα." Είπε και χαμογέλασε ενώ εγώ αντίγραψα την αντίδραση του.
"Κοιμήσου." Του είπα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.
"Ετοιμάσου και θα φύγουμε το πρωί."
"Μα δεν έχεις πάρει άδεια ακόμη." Τον κοίταξα γνωρίζοντας ήδη την απάντηση του. Ένα προβληματισμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου αφού με κοίταξε με εκείνο το βαθύ γαλάζιο κούνησε το κεφάλι του και μου απάντησε.
"Δεν παίρνω άδειες. Έπρεπε να το ξέρεις τόσο καιρό μαζί μου."
"Το ήξερα." Του είπα και αφού χαμογέλασα σίγουρη και έτοιμη για να την πάω από εδώ τον φίλησα και βγήκα έξω.
"Καληνύχτα." Είπα και έφυγα....
Όλα πήγαν όπως συνήθως. Κάθισμα ,μπαλκόνι ,ύπνος. Πλέον ξημέρωσε και ήταν 8 το πρωί. Πήγα προς την πόρτα του διαδρόμου και τον περίμενα. Μετά από λίγο ένας γιατρός με άρπαξε και με πήγαινε προς τα έξω. Πήγα να τον βαρέσω αλλά μόλις τον κοίταξα κατάλαβα το σχέδιο και δεν αντιστάθηκα.Μας έβγαλε έξω. Όλα κομπλέ μέχρι που...
"Τώρα? Πως γυρνάμε?" Ρώτησα αφού δεν είχε σκεφτεί το πιο σημαντικό.
"Λεωφορεία. Το μόνο που μας μένει." Είπε και τρέξαμε προς την στάση για να προλάβουμε το λεωφορείο που έφτανε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Τρέξαμε και οι δύο και προλάβαμε πριν ακριβώς κλείσουν οι πόρτες. Τον κοίταξα και μετά από τόσο καιρό ένιωθα πάλι πως το διασκέδαζα.Χαμογέλασε πονηρά και αφού πήραμε όλα τα λεωφορεία για το προορισμό μας φτάσαμε στο σπίτι μου.
"Τώρα?" Γύρισα προς την πλευρά του και τον κοίταξα. Άρχισα να σκέφτομαι σενάρια που θα παίζονταν ανάλογα με την επόμενη απάντηση μου. Τελικά μετά από μια δύσκολη αλλά γρήγορη απόφαση του απάντησα.
"Δώσε μου μια ώρα." Του είπα και χωρίς να πει τίποτα έγνεψε.
"Θα σε δω στο πάρκο στο σημείο που βρεθήκαμε τότε." Του είπα και ενώ εγώ μπήκα στο σπίτι μου εκείνος απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.Οι γονείς μου περίμεναν σαν μπάτσοι στο σαλόνι σταματώντας με πριν καν προλάβω να κάνω ένα βήμα μέσα στο σπίτι.
"Μικρή είσαι τιμωρία." Είπε απευθείας η μητέρα μου.
"Για ποιό ακριβώς λόγο?" Είπα ειρωνικά εγώ.
"Έλειπες τέσσερις μέρες από το σπίτι χωρίς να μας ειδοποιήσεις και θες και λόγο?"
"Όπα καταρχάς σας ειδοποίησα από το κινητό και δεύτερον ήμουν στην Ελευθερία όπως σας είχα πει." Με κοίταξε γεμάτη μίσος και μετά περίμενα την αντίδραση του πατέρα μου.
"Λυπάμαι αλλά η μητέρα σου έχει δίκιο. Αν παθαίνεις Κάτι?" Να σημειωθεί παρακαλώ η τραγική ειρωνεία. Αν πάθαινα? Τι άλλο να πάθαινε ξέρω εγώ εκτός από το να είμαι σε κόμμα? Δεν αναφέρθηκα σε αυτό το θέμα και αφού το παρέλειψα έδωσα μια απάντηση.
"Μάλιστα. Είναι σχεδόν 18 χρόνων. Κοντεύω να ενηλικιωθώ. Δεν πρόκειται να με βιάσει κάποιος μην ανησυχείτε. Ούτως ή άλλως σε σπίτι ήμουν." Δεν απάντησαν και ανέβηκα στον πρώτο του δωματίου μου.
YOU ARE READING
Η Κατασκήνωση...
Teen FictionΚαι τι μπορεί να γίνει σε μια κατασκήνωση χωρίς όρια, όπου οι ομαδάρχες αποδεικνύονται πιο "παράνομοι" από τα παιδιά? Λοιπόν για μην τα πολυλέμε τώρα... Η Ζωή είναι μια περίπου 17χρονη κοπέλα με άθλιο παρελθόν. Οι γονείς της την πείθουν να πάει και...