10. River Deep - Mountain High - Ike & Tina Turner.
Ήταν το είδος του άνδρα το οποίο θα ερωτευόσουν, ακόμα και αν δεν το ήθελες.
- Nicholas Sparks.
«Είμαστε μια νόμιμη επιχείρηση.» είπε ο ένας από τους άνδρες. «Μάλιστα η επιχείρηση μας είναι νούμερο ένα στις πωλήσεις κυνηγετικού εξοπλισμού στην περιοχή.»
Ο Αχιλλέας τον κοίταξε καλά. «Και πόσο ανταγωνισμό έχετε;»
Ένας άνδρας σε μπλε πουκάμισο και γυαλιά πιο χοντρά από τα δάχτυλα του, ήταν αυτός που πήρε τον λόγο. «Υπάρχουν άλλες δύο επιχειρήσεις που προσπαθούν να μας καταστρέψουν. Αλλά με τη νέα εισαγωγή...ποιος μας πιάνει!»
Κάθισε καλύτερα στη δερμάτινη καρέκλα του. «Από έσοδα πώς πάει; Τρέχει;»
Ο μελαχρινός άνδρας με το πράσινο πουκάμισο, αυτός που τον είχε φωνάξει να έρθει μέσα προηγουμένως και φαινόταν να είναι το αφεντικό της υπόθεσης, τον κοιτούσε προσεκτικά. «Γιατί θες να μάθεις;»
Ο Αχιλλέας τους απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια. «Βλέπετε, είναι στο πέμπτο έτος των σπουδών μου. Ιστορικό Αρχαιολογικό, στο περίφημο ΑΠΘ. Το πτυχίο δεν το βλέπω να έρχεται εκτός και αν το κατεβάσει ο Όντιν από τον ουρανό. Οπότε ψάχνω και για άλλες διεξόδους.»
«Αρχαιολογικό ε; Βρίσκετε πτώματα και τέτοια;» τον ρώτησε ένας.
«Μια χρόνια συμμετείχα σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο εξωτερικό. Είχαμε βρει κάποιους σκελετούς, λίγη δουλειά όμως βλέπετε. Τίποτα το σπουδαίο.» ο Αχιλλέας μόρφασε στην επόμενη σκέψη. «Έπρεπε να είχα πάει Καλών τεχνών όπως ήθελα. Αλλά δεν με άφησαν.»
«Οι γονείς σου;» ρώτησε ένας με κίτρινο πουκάμισο.
Ο Αχιλλέας του έγνεψε θετικά. «Οι ζωγράφοι δεν έχουν δουλειά και κύρος σύμφωνα με τη μητέρα Μέδουσα.»
«Και εγώ τα έχω περάσει.» είπε ο γυαλάκιας. «Βλέπεις ήθελα να γίνω λογιστής. Ήμουν καλός με τους αριθμούς. Αλλά μπήκα στην οικογενειακή επιχείρηση.»
Ο πρωταγωνιστής μας σήκωσε ένα φρύδι. «Είστε όλοι από το ίδιο σόι;»
«Γιστί ρωτάς;» εμφανίστηκε πάλι το αφεντικό.
«Μικρή πόλη, μεγάλη οικογένεια.» του απάντησε ένας. Το αφεντικό τον κοιτούσε με μισό μάτι.
«Και στο χωριό μου έτσι είμαστε. Όπου και να γυρίσεις, κάποιον με το ίδιο αίμα θα δεις!» τους φώναξε. «Τώρα δώρο ή κατάρα; Προς το παρόν κατάρα. Θα δείξει στη συνέχεια.»
Ο νέος καλός του φίλος, ο γυαλάκιας με το μπλε πουκάμισο Βαγγέλης, φάνηκε να συμφωνεί μαζί του. «Κατάρα, κατάρα!»
Ο πρώτος, ένας άνδρας με χοντρές πλάτες και πουκάμισο στο χρώμα του δέρματος -και ο Αχιλλέας ήθελε ένα τέτοιο- άφησε το όπλο του πάνω στο τραπέζι και ήπιε λίγο από τον φραπέ του. «Και με τη κυρά σου τι κάνετε εδώ;»
Κυρά μου; Η Ήβη κάθε άλλο από κυρία ήταν.
«Σας είπα ήδη, βρισκόμαστε στα μέσα μιας περιπέτειας.» τους απάντησε.
Ο Βαγγέλης, που μόνο το δικό του όνομα θυμόταν γιατί ταίριαζε απίστευτα με τον ίδιο, κάθισε πιο κοντά του. «Ναι, αυτά μας τα είπες. Μας είπες επίσης ότι το κάνεις για να γνωρίσει το κορίτσι κάτι έξω από τα νερά της.»
Το αφεντικό κοιτούσε τον Αχιλλέα με ένα απειλητικό ύφος. «Δεν μας είπες όμως το ψέμα.»
Το ποιο;
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε.»
Ο άνδρας με το κίτρινο πουκάμισο μαζί με τους υπόλοιπους ίσιωσαν το κορμί τους. Ο Αχιλλέας ένιωσε το φιλικό κλίμα των προηγούμενων ωρών να φεύγει μακριά, σε μια πόλη στα βόρεια, εκεί που έχει κρύο, παρέα με τις λευκές αρκούδες. Όμορφα πλάσματα.
Η Ήβη είχε λιποθυμήσει μόλις μπήκαν στο δωμάτιο που ο Αχιλλέας τώρα έπινε καφέ ήρεμος και χαλαρός. Ύστερα από ένα βλέμμα απόγνωσης προς εκείνη, την πήρε αγκαλιά και μερικοί άνδρες του έδειξαν ένα δωμάτιο να την αφήσει να ξαπλώσει. Τώρα η ηλιόφωτη βρισκόταν έναν όροφο πάνω από το κεφάλι του, σε ένα διαμέρισμα πάνω από το μαγαζί που έφαγαν πρωινό. Ίσως κουράστηκε, είχε σκεφτεί στην αρχή ο Αχιλλέας. Ίσως λιποθύμησε επειδή της ήρθαν όλα γρήγορα και δεν αντέχει την οποία πίεση βλέπει.
Βέβαια ο ίδιος μόνο καλά πέρασε. Μέχρι τώρα, που είναι πλέον απόγευμα, η μέρα ήταν υπέροχη. Βρήκε παρέα με αυτούς τους άνδρες, έφαγαν μαζί μεσημεριανό, τους εξήγησε πως η Ρωξάνη, η κοκκινομάλλα σερβιτόρα και κόρη του αφεντικού δεν ήταν του γούστου του και όλα καλά. Δεν έβλεπε την πίεση ή την κούραση που μπορεί να ένιωθε η Ήβη. Δεν έβλεπε τον λόγο που μπορεί να λιποθύμησε.
Αχ αυτό το υπέροχο μυαλό της. Και τι δεν θα έδινε για να μπει μέσα και να δει τι κρύβει.
Και τώρα, τώρα που η μερικών ωρών φιλία του με αυτούς τους άνδρες φάνηκε να χάνεται, ο Αχιλλέας πίστευε πως βραδινό δεν θα έτρωγε δωρεάν μαζί τους. Θα έχανε όσα προνόμια είχε αποκτήσει, δωρεάν φαγητό, πιθανή δωρεάν στέγη, κάποιον με τον οποίο μπορούν να λένε ένα γεια και αντίο όταν φύγουν από αυτό το μέρος. Είναι σημαντικό να ξέρεις κάποιον σε έναν άγνωστο κόσμο, όσο καιρό και αν μείνεις. Και πού ξέρεις; Μπορεί αυτές οι διασυνδέσεις να τους βγάλουν από τη φυλακή μια μέρα.
Η Ήβη στη φυλακή. Ούτε μια ώρα δεν θα άντεχε. Ο Αχιλλέας γέλασε φαντάζοντας την ηλιόφωτη πίσω από τα σίδερα.
«Τι γελάς μωρέ;»
Θυμήθηκε πού βρισκόταν και τι γινόταν και αμέσως κοκάλωσε. Αυτή η παρέα, οικογένεια μάλλον, φαινόταν να παίρνει τα όπλα μέχρι και στο περίπτερο και δεν ήθελε μια από αυτές τις σφαίρες να μπουν μέσα του. Είχε γλιτώσει από καραμπίνα στο παρελθόν, αλλά αυτός που τη κρατούσε ήταν τρελός. Τώρα αυτοί...
Αυτοί ήταν άλλη ιστορία.
«Συγνώμη.» σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. Μετά τα άφησε να πέσουν στα γόνατα του. Ύστερα από λίγο τα έβαλε στα χερούλια της καρέκλας. Δεν το πήγαινε καλά. «Αλλά πραγματικά, δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε με το γεγονός ότι σας λέω ψέματα.»
Το αφεντικό σηκώθηκε από τη θέση του. Σε μια περίοδο ενός λεπτού και αμήχανης σιγής, ο Αχιλλέας μέτρησε τα ψέματα που είχε πει σε όλη του τη ζωή, προσπαθώντας να θυμηθεί τι έκανε λάθος αυτή τη φορά. Έσφιξε τα χερούλια της καρέκλας, οι μαγικές δυνάμεις του σύμπαντος που συνήθως τον ξελασπώνουν από τέτοιες καταστάσεις τώρα κάθονταν σε μια γωνιά και τον έβλεπαν τρώγοντας ποπ κορν. Η Ήβη ήταν το πιο τυχερό άτομο του κόσμου τώρα.
Το αφεντικό έκανε τον κύκλο του τραπεζιού μέχρι που τον πλησίασε. Έδειχνε το ίδιο τρομακτικός με την πρώτη φορά που τον είδε πίσω από το ταμείο. Μόνο που τώρα ήταν κοντά του, ήταν πάνω από το κεφάλι του, με το μουστάκι του γεμάτο αφρό από τον φραπέ να στάζει -δεν πιστεύουν στα πλαστικά καλαμάκια, ψήφισαν Οικολόγους Πράσινους στις προηγούμενες εκλογές.
Λίγο παράλογο μιας και πουλάνε κυνηγετικά όπλα, αλλά ποιος είναι ο Αχιλλέας για να κρίνει;
«Μας είπες, και αυτά είναι δικά σου λόγια, πως ξεκινήσατε όλο αυτό το ταξίδι με σκοπό να γνωρίσει τον κόσμο το κορίτσι σου.» του ψιθύρισε. Μάλλον ήταν αργά να του πει πως η ηλιόφωτη δεν ήταν το κορίτσι του. «Ποιος λογικός άνθρωπος αποφασίζει να αφήσει τα πάντα και να φύγει στη μέση της βραδιάς με μια άγνωστη;»
«Δεν είπα ποτέ πως είμαστε λογικοί άνθρωποι.»
Το αφεντικό τον κοίταξε πίσω από θυμωμένα μάτια. «Πες την αλήθεια. Ποιος σε έστειλε; Τι θέλετε; Συμφωνία; Πόσοι είστε; Το κορίτσι σίγουρα πάντως δεν είναι μέρος του σχεδίου σας. Μίλα!»
«Τι είδους συμφωνία μπορείς να κάνεις με έναν έμπορο κυνηγετικών όπλων; Δώσε μου το όπλο σου, θα σου πουλήσω την αρκούδα;»
Και συνέχισε να τον κοιτάει. Μάλλον δεν έπιασε το αστείο. Λίγο χιούμορ βρε παιδιά!
«Κοιτάξτε, κύριε Ανέστη-»
«Ανδρέα.» είπαν όλοι οι άνδρες μαζί.
«Μάλιστα. Κύριε Ανδρέα. Να σας εξηγήσω τη κατάσταση καλύτερα.» ο Αχιλλέας ένιωθε να του τελειώνει το οξυγόνο. Ξαφνικά ήταν πάλι πέντε χρονών, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει στη μητέρα Μέδουσα πώς βρέθηκε μια κατσίκα στο σπίτι τους. «Εγώ και η Ήβη είμαστε φίλοι. Μόνο φίλοι. Και η ηλιόφωτη είναι κάπως...περίεργη; Αλλά με τη καλή έννοια. Διαφορετική ας πούμε. Και εγώ είμαι διαφορετικός από εκείνη. Και εκείνη από εμένα. Καταλαβαίνετε;»
«Όχι.»
«Φανταστικά.» ίσως ο λαιμός του έκλεινε, ίσως κρύωσε χθες το βράδυ στο αυτοκίνητο, αλλά βράχνιασε χωρίς λόγο τώρα. «Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι τρελό. Την επόμενη εβδομάδα εκείνη γυρνάει στην πρακτική της στο νηπιαγωγείο, εγώ συνεχίζω το διάβασμα στη σχολή. Οπότε αυτές είναι οι μέρες που θα μείνουν στη μνήμη και των δυο μας. Οπότε την ώθησα να ξεφύγει από τα όρια της. Και φτάσαμε εδώ.»
Το αφεντικό του χαμογέλασε. «Μόνο αυτό γίνεται;»
«Μόνο αυτό.»
Άλλο ένα ψέμα μπαίνει στη λίστα. Αλλά δεν ενδιαφέρει το αφεντικό, οπότε ίσως δεν πειράζει. Τουλάχιστον στο μυαλό του δεν έλεγε ψέματα, μόνο στους άλλους. Ο ίδιος ήταν καλά.
Το αφεντικό πλησίασε και άλλο το πρόσωπο του Αχιλλέα, αν ήταν δυνατό. Ο Αχιλλέας διπλώσει τον λαιμό του σε μια άβολη θέση, τα έξι προγούλια θα φαίνονταν οχτώ σε μια φωτογραφία εκείνης της στιγμής. Το αφεντικό σήκωσε το δάχτυλο του και με χαμηλό τόνο, ώστε να μη τον ακούσουν οι άλλοι, πρακτικά έφτυσε πάνω του τις επόμενες λέξεις. «Αυτοί μπορεί να σε πάνε και να σε συμπαθούν. Εγώ όμως όχι. Δεν εμπιστεύομαι το τομάρι σου. Αν κάνεις κάτι το οποίο μπορεί να με προσβάλλει, ας πούμε μου ξαναπείς ψέματα, θα σε σκοτώσω με το κυνηγετικό που κρατούσε ο ψηλός.»
Ο ψηλός ήταν εκείνος με το σομόν πουκάμισο; Ο Αχιλλέας έγειρε λίγο το κεφάλι του προς τα δεξιά για να δει τώρα τον σηκωμένο άνδρα. Ναι, εκείνος ήταν ο ψηλός. Θα μπορούσε να τον σκοτώσει και χωρίς το κυνηγετικό. Ένα «φου» να τον κάνει και ο Αχιλλέας θα έχει πέσει σαν λουκουμάς στο δρόμο και κανείς δεν θα μπει στον κόπο να τον σηκώσει.
«Καταλαβαίνω.» ψιθύρισε το παλικάρι. Προσπάθησε τουλάχιστον, ήλπιζε να ακούστηκε. Ιδρώτας ήταν αυτό πάνω στα χείλη του, ή η άδικη κατάρα που τον κυνηγούσε από όταν ήταν έμβρυο;
Το αφεντικό χαμογέλασε. «Υπέροχα. Χαίρομαι που μπορούμε να συνεργαστούμε τόσο ειρηνικά.»
Ειρηνικά; Τώρα δεν τον απείλησε να του δείξει τις πύλες της κολάσεως;
«Καλώς το κορίτσι μας! Πώς είσαι;» το αφεντικό έφυγε από πάνω του, επιτέλους και κοιτούσε με ένα ειλικρινές χαμόγελο κάποιον, ή μάλλον κάποια, από πίσω. Ο Αχιλλέας βρήκε την ευκαιρία να βγει, να βγάλει το κακό μάτι από πάνω του και με λίγη καλή θέληση, να απομακρύνει και τις απειλές που τον ακολουθούν τόσα χρόνια. Το αφεντικό τον προσπέρασε προχωρώντας προς το άτομο που μόλις μπήκε στο δωμάτιο. «Ελπίζω να ξεκουράστηκες. Πώς ήταν ο ύπνος σου;»
Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο τύπος, το αφεντικό όλων των ανδρών σε εκείνο το δωμάτιο, έκανε τους εχθρούς από το απέναντι χωριό να φαίνονται προβατάκια. Ο Αχιλλέας σκέφτηκε πως αν έκλεβε από εκείνον τη Σούλα τη κατσίκα, τώρα το σώμα του θα ήταν σε μορφή σκόνης ανάμεσα στο οξυγόνο και τα λοιπά στοιχεία του αέρα. Το κρέας του θα το έτρωγε για πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό και για επιδόρπιο τα μάτια του με σιρόπι φράουλας. Κοίταξε το χέρι του, όσες τρίχες ήταν ξύπνιες είχαν σηκώσει το ανάστημα τους περήφανα μαζί με τα ποσοστά του φόβου του να χτυπάνε κόκκινο.
Έπρεπε να πάρει την Ήβη από εκεί. Ήδη λιποθύμησε μια φορά, την επόμενη μπορεί το όνειρο της να γίνει πραγματικότητα και να πυροβολήσουν και εκείνη στο άδειο εργοστάσιο τη νύχτα.
Μήπως δεν το είχε δει σε όνειρο; Μήπως η ηλιόφωτη όντως είδε εκείνες τις σκιές χθες το βράδυ;
Κοιτώντας τον γυαλάκια και τη συμμορία των ντόνατ, ο Αχιλλέας κατέληξε στο όχι.
«Απαίσια.»
Στη φωνή της, ο Αχιλλέας πετάχτηκε από τη καρέκλα του με ένα χαμόγελο. Ωραία, είναι ξύπνια, φαίνεται καλά, δεν είναι κατακόκκινη πλέον, τουλάχιστον όχι τόσο. Είναι έτοιμη για να φύγουν. Θα την έπαιρνε μακριά, σε άλλα μέρη, πίσω στη μάνα της ίσως γιατί έχει αρχίσει να ξανασκέφτεται την ιδέα της περιπέτειας. Αυτός ούτε κατασκήνωση δεν μπορούσε να κάτσει ένα βράδυ, κατούρησε αμέσως το κρεβάτι του, πώς του ήρθε η υπέροχη ιδέα της περιπέτειας;
Α ναι. Εκείνη.
«Μα γιατί; Δεν σου άρεσε το κρεβάτι; Τολμώ να πω πως το στρώμα είναι κάπως παλιό. Και εμένα με πονάει η μέση μου κάποιες φορές.» είπε το αφεντικό.
Λες να το άξιζε όλο αυτό; Λες να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε; Τόσος δρόμος και αν γίνει για το τίποτα;
Η ηλιόφωτη κούνησε το κεφάλι της. «Το κρεβάτι ήταν καλό. Αλλά υπήρχε πολύ θόρυβος. Με ενοχλούν απίστευτα οι έντονοι ήχοι. Και τα κουνούπια. Και οι μύγες. Αλλά κυρίως οι ήχοι. Δεν κοιμήθηκα καθόλου. Κατέβηκα επειδή πεινάω.»
Μια τελευταία προσπάθεια. Και ίσως αυτή τη φορά να γυρνούσε πίσω, σωστά;
«Έλα κάτσε μαζί μας. Τώρα ετοιμαζόμασταν για ένα γρήγορο βραδινό. Έχουμε ταινία στο κέντρο της πόλης σε μια ώρα, θα σε ενδιέφερε να έρθεις μαζί μας;»
Ο τύπος με το σομόν πουκάμισο σηκώθηκε, η ηλιόφωτη πήρε τη θέση του αφού ψεκάσει με αντισηπτικό σπρέι τα πάντα. «Δεν ξέρω. Είστε Εβραίοι. Κάποιες φορές βλέπετε περίεργες ταινίες.»
Αλλά όχι, δεν ήταν μόνος. Έφερε και μια Ήβη μαζί του, την Ήβη. Ίσως έκανε λάθος. Έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Η ηλιόφωτη δεν είναι γεννημένη για κάτι τέτοιο. Ο Αχιλλέας δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο.
Ίσως έπρεπε να την αφήσει. Εκείνη, εκείνη την καταραμένη που τολμούσε να τον καταστρέψει ακόμη και τώρα.
«Πώς ξέρεις ότι είμαστε Εβραίοι;» τη ρώτησε κάποιος.
Ο Αχιλλέας έσυρε μια καρέκλα από τον τοίχο και την έσπρωξε ανάμεσα στο αφεντικό και στην Ήβη, μιας και τώρα ο τύπος με το σομόν καθόταν στην δική του καρέκλα. Όση μεγαλύτερη απόσταση, τόσο το καλύτερο.
«Από το Αστέρι του Δαβίδ.» η Ήβη έδειξε ένα ασημένιο κόσμημα που φορούσε το αφεντικό. Ο Αχιλλέας τώρα παρατήρησε πως το φορούσαν και οι υπόλοιποι. Πέρασε ώρες μαζί του και δεν είδε τίποτα, ενώ η ηλιόφωτη με μια ματιά και είχε καταλάβει όλη τη κοσμοθεωρία τους. «Έχουμε κάποιους μαθητές στο νηπιαγωγείο που κάνω την πρακτική μου. Οι γονείς τους μου πρότειναν κάποιες περίεργες ταινίες. Εξαιρετικές πιστεύω πως είναι βέβαια.»
«Περίεργες ε; Τα ίδια πιστεύεις και για τις πεποιθήσεις μας;» τη ρώτησε το αφεντικό.
Υπέροχες ερωτήσεις αλλά όχι για την Ήβη.
YOU ARE READING
Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι | ✓
RomanceΗ Ήβη είναι στο τελευταίο έτος της σχολής της, Προσχολική Αγωγή και Εκπαίδευση, μια σχολή που δεν της κέντρισε ποτέ το ενδιαφέρον. Είναι εσωστρεφής, απαισιόδοξη, έχει χίλια δύο προβλήματα και φοράει διαφορετικά παπούτσια στο κάθε πόδι. Ο Αχιλλέας...