01.Η επιθυμία

185 13 6
                                    

Ελάχιστο φως έμπαινε από το παράθυρο και φώτιζε αμυδρά το δωμάτιο, η γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι υπέφερε από τον πόνο. Ανάσανε βαριά, έκαιγε από τον πυρετό. Η αρρώστια είχε καταβάλει το κορμί της, δεν μπορούσε να παλεύει άλλο με την ασθένεια που τη βασάνισε εδώ και αρκετό καιρό. Η κυρία Λεμονιά ήταν διαρκώς στο πλευρό της, έβαλε μια υγρή πετσέτα στο ιδρωμένο μέτωπό της προσπαθώντας να την δροσίσει από την έξαψη του πυρετού. Ήταν στα τελευταία της, το ένιωθε πως δε θα άντεχε για πολύ ακόμα, αλλά έπρεπε να κάνει κουράγιο, να είναι δυνατή για τον γιο της. Έπρεπε να τον δει, να του μιλήσει για τον πατέρα του, να του πει την αλήθεια, που τόσα χρόνια κρατούσε κρυφή.

«Ραφαέλ;» ψέλλισε.

«Κάνε υπομονή, έστειλα να τον ειδοποιήσουν, σε λίγο θα είναι εδώ», είπε η κυρία Λεμονιά.

Από τότε που ξεριζώθηκε από τον τόπο της η παρηγοριά της ήταν τα δυο παιδιά της, η Ερμιόνη και ο Ραφαέλ. Η μεγάλη της κόρη ήταν παντρεμένη, διανύοντας τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης της. Ήθελε τόσο πολύ να κρατήσει στην αγκαλιά της το εγγονάκι της, αλλά ο χρόνος της τελείωνε. Όσο για τον γιο της ήταν το καμάρι της. Πάντα είχε την ελπίδα πως η μητέρα του θα θεραπεύονταν, είχε κρεμαστεί από τις ελπίδες του, αλλά όσο περνούσε ο καιρός οι ελπίδες ξεθώριαζαν. Καθημερινά έβλεπε τον ίδιο της τον εαυτό αδύναμο, εξαντλημένο από την αρρώστια, που πλέον ήταν ανυπόφορη. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να ηρεμήσει, είχε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου, ήλπιζε να λυτρωθεί από το βάσανο της αρρώστιας που την ταλαιπωρούσε.

Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά για τη γυναίκα που καρτερούσε να δει τον αγαπημένο της γιο. Της φαίνονταν ατελείωτα, αλλά σε λιγότερο από μισή ώρα η πόρτα άνοιξε και ο Ραφαέλ ήρθε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Η κυρία Λεμονιά πλησίασε τον νεαρό και κάτι του ψιθύρισε στα αυτί του και ύστερα άφησε μοναχούς τη μητέρα και τον γιο. Ο Ραφαέλ πλησίασε την ετοιμοθάνατη μητέρα του και κάθισε δίπλα της, με τρυφερότητα κράτησε το χέρι της.

«Ραφαέλ... γιε μου», ψέλλισε κοιτάζοντας με στοργή τον νεαρό χαρούμενη που επιτέλους είχε έρθει.

Εκείνος παρέμενε σιωπηλός, ανήσυχος για την κατάστασή της, το πρόσωπό της ήταν χλωμό, η αναπνοή της βαριά και ακανόνιστη. Και οι δύο γνώριζαν πως πλησίαζε το τέλος. Στα λίγα λεπτά σιωπής, η Ιφιγένεια μάζεψε όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει. Έπρεπε να του αποκαλύψει το μυστικό, που κρατούσε κρυφό από τη στιγμή που είχε χάσει τον σύζυγο της.

«Ραφαέλ», συνέχισε. «Ο πατέρας σου... ήταν κάποιος σπουδαίος, αλλά πρέπει να με συγχωρέσεις, που δε σου μίλησα για εκείνον...»

«Μη σε απασχολεί αυτό...» σώπασε και παρατήρησε την αγωνία στα μάτια της.

«Αγόρι μου, όμορφο μου αγόρι», μουρμούρισε έχοντας τα καστανά μάτια της επάνω του. «Τόσα χρόνια σου έλεγα ιστορίες για την πατρίδα μας, αλλά δε σου είπα ποτέ ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας σου. Δεν είχα το κουράγιο να σου μιλήσω για ό,τι εγκατέλειψα πίσω μου.

»Ψάξε κάτω από τις σκάλες... στην κουρτίνα, υπάρχει ένα άνοιγμα, ένα κρυφό άνοιγμα.. εκεί είναι κρυμμένο ένα μπαούλο», αργά τράβηξε το χέρι της από του γιου της και έπειτα έσυρε τα δάχτυλα της πάνω στον καρπό του νεαρού στο χέρι όπου είχε ένα σημάδι. «Πάντα αναρωτιόσουν, γιατί ένα τέτοιο σημάδι. Εκεί θα μάθεις..» οι λέξεις ίσα που ακούγονταν ο Ραφαέλ κρέμονταν από τα χείλη της, αλλά εκείνη δεν είπε άλλη κουβέντα, έκλεισε τα ματιά της και αποκοιμήθηκε..

***

Σημείωση συγγραφέα: Αυτή η μικρή εισαγωγή είναι λίγο στενάχωρη αλλά τα επόμενα κεφάλαια θα είναι πιο ευχάριστα και μεγαλύτερα....  Περιμένω τα σχόλια σας!!

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενWhere stories live. Discover now