26.Το ξύπνημα

17 6 3
                                    

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και από πάνω του είδε μια κοφτερή λεπίδα να λάμπει στο φως της μέρας. Ενστικτωδώς κύλησε προς τα δεξιά για να αποφύγει την κόψη του σπαθιού που κατέβηκε με δύναμη προς τα κάτω και χτύπησε τον κορμό του δέντρου. Ένιωσε τη μύτη του σπαθιού να περνά ξυστά δίπλα από τον λαιμό τους και να απομακρύνθηκε. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε έντρομος το άτομο που θέλησε να του πάρει τη ζωή την ώρα που κοιμόταν. Δεν ήταν ο Γκάλεν, αλλά ούτε έμοιαζε με άνθρωπο, η όψη του ήταν αποκρουστική και θύμιζε τέρας τυλιγμένο με φολίδες και αγκάθια, δεν ήταν μόνο ένας, ήταν πολύ περισσότεροι..

Για μερικά λεπτά ο Ραφαέλ έμμηνε ακίνητος κοιτάζοντας επιφυλακτικά γύρω του, μετρώντας πέντε ορατούς εχθρούς. Τα αλλόκοτα αυτά πλάσματα που έμοιαζαν με τέρατα, μα δεν ήταν τίποτα περισσότερο εκτός από ανθρώπους, με στολές που μιμούνταν τους δράκους. Ο Ραφαέλ γνώριζε πως βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, ήξερε πως ήθελαν να τον σκοτώσουν και αυτά τα σύντομα δευτερόλεπτα ακινησίας σκέφτονταν ένα σχέδιο αποφυγής.

Ένας από αυτούς μίλησε με φωνή τραχιά σε μια γλώσσα που φαίνονταν ακατανόητη. Αυτή η σύντομη κουβέντα ήταν που παρότρυνε τους συντρόφους του, να ορμίσουν πάνω στο Ραφαέλ και να προσπαθήσουν να τον ακινητοποιήσουν. Ο Ραφαέλ αντέδρασε ενστικτωδώς και το σώμα του τυλίχτηκε στο φως και σιγά-σιγά άρχισε να μεγαλώνει.. Δεν πρόλαβε να σταθεροποιηθεί στην τελική του μορφή, ένιωσε την αιχμή ενός σπαθιού να τρυπά το σώμα του.

Κραύγασε από τον πόνο και αυτόματα επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή του. Το αίμα άρχισε να ρέει από την πληγή του, ήταν μάταιο να προσπαθεί να τους πολεμήσει, οι αλλόκοτη εχθροί του ήταν δυνατότεροι. Τους κοίταξε για λίγα λεπτά που είχαν μαζευτεί ολόγυρά του, αργά τους είδε να σηκώνουν τα σπαθιά τους, έτοιμη να το δώσουν το τελευταίο χτύπημα..

Όλα τελείωσαν, συλλογίστηκε καθώς δεν είχε το κουράγιο να τους αντιμετωπίσει. Εκείνα τα μπερδεμένα λεπτά, ένιωσε ένα έντονο αεράκι να φυσά προς το μέρος του, ήταν τόσο απρόσμενο. Βλεφάρισε κοιτάζοντας τα δέντρα που απλώνονταν πάνω από το κεφάλι του, τα σπαθιά δεν ήταν πλέον τεντωμένα. Κάποιος είχε έρθει, στα αφτιά του έφθανε ο ήχος των σπαθιών που συγκρούονταν μεταξύ τους. Αυτά αναμιγνύονταν με της τραχείς φωνές που δεν μπορούσε να καταλάβει, μέσα σε λίγα λεπτά όλα ησύχασαν και έπειτα άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα του.

Ο Ντάεγκ άφησε το μεγάλο σπαθί του να πέσει βαρύ λίγο πιο δίπλα από τον Ραφαέλ. Έσκυψε κοντά του και τα χείλη του έσμιξαν μεταξύ τους, μπορεί να μην έβλεπε, μα ήξερε πως είχε πληγωθεί.

«Ανόητε μικρέ!» φώναξε ο Ντάεγκ, στην συνεχεία μίλησε λέγοντας κάτι που έμοιαζε με βλασφημία. Τράβηξε τους επιδέσμους που έδεναν τα μάτια του. Άνοιξε τα βλέφαρά του και κοίταξε τον Ραφαέλ με τα βιολετί μάτια του. Επειδή δεν έβλεπε πολύ καθαρά είχε γύρη από πάνω του εξετάζοντας με προσοχή την όψη του. «Δεν είναι βαθύ».

«Πονάω, πονάω πολύ!» παραπονέθηκε.

«Θα ζήσεις» είπε εφησυχαστικά και συνέχεια έστεψε την προσοχή του την περιοχή του τραύματά τους. Το εξέτασε λίγο με τα μάτια του αλλά επειδή άρχισαν να τρέξουν δάκρυα τα έδεσε ξανά με τους επιδέσμους.

Ο τυφλός πολεμιστής τράβηξε ένα από τα θηκαρωμένα στιλέτα του και στη συνέχεια έσκισε την μπλούζα του Ραφαέλ, εκεί που ήταν η πληγή. Έπειτα απομάκρυνε τα νωπά κουρέλια από την πληγή. Για δυο λεπτά απομακρύνθηκε από το οπτικό πεδίο του Ραφαέλ. Όταν γύρισε είχε μαζί του ένα σακίδιο, το έριξε κάτω και από μέσα έβγαλε γάζες και αμέσως της πίεσε επάνω στο τραύμα. Ο Ραφαέλ φώναξε από την απότομη πίεση που δέχτηκε.

«Υπομονή», είπε ήρεμα ο πολεμιστής συνεχίζοντας να ασκί πίεση στο τραύμα του νεαρού.

«Θέλεις να με σκοτώσεις;» ρώτησε ο Ραφαέλ με δακρυσμένα μάτια από τον πόνο.

«Μια χαρά είσαι», αποκρίθηκε ο Ντάεγκ. «Πρέπει να σταματήσουμε τη ροή του αίματος. Μπορείς να το κρατήσεις όσο θα ετοιμάζω τους επιδέσμους για να το δέσω;»

Ο Ραφαέλ δεν είπε κουβέντα, δάγκωσε τα χείλι του με τη σκέψη πως πονούμε. Το αίμα πότισε τη γάζα που τώρα βαστούσε εκείνος. Ο Ντάεγκ έμοιαζε να γνωρίζει τι έκανε, δεν τον παρακολουθούσε κοίταζε τον γαλάζιο ουρανό. Πέρασαν κάμποσα λεπτά σιωπής μέχρι ο Ντάεγκ δέσει τη μέση του Ραφαέλ, δεν ήταν ούτε πολύ σφιχτά αλλά ούτε πολύ χαλαρά. Όταν τον είχε τυλίξει, ο Ντάεγκ έλυσε την κάπα που φορούσε και με αυτήν τον σκέπασε θέλοντας να τον κρατήσει ζεστό. Ο Ραφαέλ αισθανόταν εξουθενωμένος και από τη στιγμή που δεν του μίλησε τον πίρε ο ύπνος...

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ