04.Ο άνεμος σιγοτραγουδά

48 7 1
                                    

Ο νεαρός ένιωθε ακόμα πιο μπερδεμένος από αυτά που είχε διαβάσει, ήταν αλήθεια ότι και ο ίδιος γνώριζε πως μπορούσε να κάνει πράγματα που άλλοι δεν είχαν την δυνατότητα να υλοποιήσουν. Πάντα του άρεσε πολύ να ανεβαίνει πάνω στις σκέπες των σπιτιών και να κάνει επικίνδυνα σάλτα, και όταν τα μάτια του γίνονταν κεχριμπαρένια η όραση του άλλαζε, έβλεπε καλύτερα τα αντικείμενα που βρίσκονταν μακριά από ότι πριν. Πέρα απ' όλα αυτά υπήρχε και το σημάδι που πάντα έπρεπε να κρύβει. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο βιβλίο με την ζωγραφιά του δράκου και του ανθρώπου, τι σχέση είχε ο ίδιος με την γη των Δράκων;

Κατευθύνθηκε στο μπαούλο, σε αυτό βρίσκονταν ότι είχε γράψει η μητέρα του. Έβγαλε από μέσα την δερμάτινη στολή, το δέρμα από το οποίο ήταν κατασκευασμένη είχε διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση. Το χρώμα της έμοιαζε με αυτό του κάστανου. Ο Ραφαέλ την κοίταζε ευχαριστημένος, ποτέ του δεν είχε μια στολή με τόσο καλό δέρμα. Την έβαλε στην θέση της και πήρε στα χέρια του το μικρό ξύλινο κουτί. Βαθιά μέσα του είχε ριζώσει η επιθυμία να μάθει ποιες ήταν αυτές οι δυνάμεις. Δίχως δεύτερη σκέψη άνοιξε το κουτί και πήρε το φυλαχτό, ένας δράκος ήταν τυλιγμένος γύρω από ένα ρουμπίνι. Οι λεπτομέρειες του δράκου ήταν εκπληκτικές, ο τεχνίτης είχε πλάσει τον δράκο με τέτοιο τρόπο που θύμιζε ένα αληθινό δράκο. Καθώς κοίταζε το φυλαχτό ένιωσε να βυθίζεται μέσα στο κόκκινο χρώμα του ρουμπινιού, να τον απορροφάει και ο νους του να χάνεται...

Η Αύρα που στέκονταν δίπλα του, παρατήρησε μια παράξενη αλλαγή στο προσηλωμένο βλέμμα του. Η έκφραση του προσώπου του για λίγα λεπτά έμοιαζε άτονη, σχεδόν ανέκφραστη, το χέρι που κρατούσε το φυλαχτό γλίστρησε κάτω. Ύστερα τα μάτια του έχασαν την καστανή απόχρωση τους και πήραν το χρώμα του κεχριμπαριού. Τα είχε δει πολλές φορές να αλλάζουν, αλλά πρώτη φορά διέκρινε την άγρια λάμψη που τα είχε κυριέψει. Η Αύρα τον κοίταζε ανήσυχη, αλλά πριν προλάβει να αντιδράσει από τα χείλη του Ραφαέλ ξέφυγε ένα βογκητό και απότομα άρπαξε το κεφάλι του.

«Ραφαέλ! Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Αύρα.

«Αυτή η φωνή...» μουρμούρισε.

«Η φωνή; Ποια φωνή; Ραφαέλ!»

Στο κεφάλι του νεαρού αντηχούσε μια παράξενη φωνή, ήταν βαθιά και μελωδική, έμοιαζε να έρχεται από κάπου μακριά, αλλά σιγά-σιγά όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Το σαλόνι του σπιτιού του χάθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Η ανήσυχη φωνή της Αύρας έσβηνε και μια άλλη αντρική φωνή δυνάμωσε...

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin