46.Η μάχη στην γέφυρα

11 3 2
                                    

Ο Ραφαέλ σήκωσε το βλέμμα του προς τον ουρανό και τον κοίταξε κουρασμένος. Τις τελευτές μέρες έκανε πολλή ζέστη. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπο του και συνέχισε τον δρόμο του. Είχαν περάσει δυο εβδομάδες από τότε που ο Ντάεγκ του είχε υποσχεθεί πως θα του δίδασκε την τέχνη του σπαθιού, αλλά το μόνο που έκανε ήταν θελήματα.

Συνεχώς έτρεχε κάνοντας διάφορα για λογαριασμό του Ντάεγκ, τον έβαζε να καθαρίζει, να πλένει και να κουβαλάει. Είχε βαρεθεί να δουλεύει στην το σκυλί, μα όταν προσπαθούσε να πίεση τον Ντάεγκ να ασχοληθούν με την ξιφομαχία τον κατσάδιαζε και του έβαζε περισσότερες δουλειές. Πάντα του έλεγε πως έπρεπε να είναι υπομονετικός και να κάνει ότι του λέει, όμως ο Ραφαέλ είχε βαρεθεί να περιμένει...

Φορτωμένος με ξύλα, διέσχιζε την παλιά γέφυρα που ήταν φτιαγμένη από χοντρό σκηνή και σανίδες. Ο αέρας που φυσούσε την ταρακουνούσε ανά διαστήματα, μα απόψε είχε άπνοια και δεν ανησυχούσε. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν τα σανίδια της γέφυρας που ήταν παλιά και φθαρμένα και αν δεν ήταν προσεχτικός κινδύνευε να πέσει από τη γέφυρα. Είχε διασχίσει τόσες πολλές φορές τη συγκριμένη διαδρομή που την είχε μάθει απέξω τα επικίνδυνα σημεία.

Στα μισά της γέφυρας είδε ένα ζευγάρι πόδια να του κόβουν τον δρόμο. Ήταν ένα πολυφορεμένο ζευγάρι μπάντες και πάνω τους είχαν υπολείμματα από λάσπη. Σήκωσε αργά το βλέμμα του και κοίταξε το άτομο που στέκονταν μπροστά του. Ήταν ένας πανύψηλος άντρας που ξεπερνούσε τα δυο μέτρα. Ο Ραφαέλ που είχε φυσιολογικό ύψος έμοιαζε κοντοστούπης μπροστά του. Το βλέμμα του άντρα είχε μια ερωτηματική έκφραση κοιτάζοντας με περιέργεια τον Ραφαέλ.

«Κοντέ, κάνε στην άκρη», μουρμούρισε με τη βραχνή φωνή του.

Ο Ραφαέλ δεν είχε καμία διάθεση να μπλέξει μαζί του, έτσι έκανε στην άκρη. Ο άντρας ήταν έτοιμος να συνέχιση τον δρόμο του, αλλά μετά από ένα μεγάλο βήμα κοντοστάθηκε και γύρισε προς τον Ραφαέλ. Τον κοίταξε για δυο δευτερόλεπτα και ύστερα το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο σαν να είχε καταλάβει κάτι.

«Είσαι μαθητής του Ντάεγκ;»

«Ε; Ναι».

«Ας ξιφομαχήσουμε», είπε αυθόρμητα.

Ο Ραφαέλ δεν περίμενε να σοβαρολογεί, τα χέρια του είχε μια αγκαλιά από ξύλα. Επιπλέον η γέφυρα δεν ήταν το καταλληλότερο μέρος για μια αναμέτρηση, ο ψηλός άντρας έδειχνε να έχει ξεχάσει που βρίσκονταν. Τράβηξε το μεγάλο σπαθί του από το θηκάρι και το σήκωσε ψιλά στο αέρα. Ύστερα με μια δυνατή κραυγή το κατεύθυνε προς το μικρόσωμο άντρα.

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενDove le storie prendono vita. Scoprilo ora