33.Ο γκρινιάρης δράκος

22 5 2
                                    

Το πρωί της επομένης, ένας υπηρέτης οδήγησε τον Ραφαέλ και την Αύρα στην τραπεζαρία, εκεί βρίσκονταν είδη η Φαίδρα καθισμένη σε μια καρέκλα. Απέναντι ήταν ο Δημοσθένης, στο τραπέζι βρίσκονταν άλλα δυο νέα πρόσωπα μια γυναίκα με γκριζαρισμένα μαλλιά στα εξήντα οκτώ και έναν δεκαεπτάχρονο αγόρι.

Ο νέος φορούσε μια δερμάτινη κυνηγητική στολή και δίπλα του είχε ακουμπήσει το τόξο και τη φαρέτρα του. Από της κινήσεις του μπροσούρες να καταλάβεις πως βιάζονταν να φύγει, μασούσε γρήγορα της μπουκιές που έτρωγε και αμέσως μετά άρπαζε το ποτήρι δίπλα του και ήπια μονορούφι το περιεχόμενό του. Τινάχθηκε όρθιος και παρά λίγο να σκοντάψει πάνω στον Ραφαέλ που πλησίαζε την κατά το τραπέζι.

«Έκτωρ, τι τρόποι είναι αυτή; Ο Ραφαέλ έκανε τόσο δρόμο...» γκρίνιαξε νευριασμένη η Φαίδρα.

«Ω!» αναφώνησε ο νεαρός κοιτάζοντας τον Ραφαέλ μπροστά του βιαστικά άρπαξε το χέρι του Ραφαέλ και είπε: «Καλωσόρισες Ραφαέλ!» ξεφώνισε και δίχως να περιμένει απάντηση έφυγε τρέχοντας.

«Αχ, αυτό το παιδί!» γκρίνιαξε αγανακτισμένη η Φαίδρα. «Ραφαέλ, λυπάμαι για τη συμπεριφορά του γιου μου. Σήμερα έχει μάθημα τοξοβολίας και όπως πάντα θέλει να είναι ο πρώτος που θα φτάσει».

«Μην ανησυχείς, τώρα που είμαι εδώ, θα έχω όλο τον χρόνο να τον γνωρίσω», απάντησε με ευγένεια ο Ραφαέλ και κάθισε σε μια κενή θέση απέναντι από την άλλη γυναίκα που έμοιαζε αρκετά με τη Φαίδρα.

«Ραφαέλ», πίρε τον λόγο ο Δημοσθένης. «Η γιαγιά Ραφαέλα ήταν η δεύτερη σύζυγος του παππού μας, άλλα ο πατέρας την αγαπούσε σαν πραγματική μάνα», σύστησε τη γυναίκα.

Η γιαγιά Ραφαέλα χαμογέλασε και τα μελί μάτια της που έμοιαζαν εκπληκτικά με της Φαίδρας έλαμψαν από χαρά. Ο Ραφαέλ ανταπέδωσε το χαμόγελο με τη σκέψη πως η θεία του έμοιαζε πολύ στη μητέρα της. Ναι, όσο την παρατήσουμε ήταν σίγουρος πως για αυτό.

Στη συνέχεια, αφού ο Ραφαέλ και η Αύρα είχαν βολευτεί της θέσης του πέρασαν στην τραπεζαρία οι υπηρέτες και μοίρασαν το φαγητό. Ήταν ένα πολύ πλούσιο πρωινό και ο Ραφαέλ έφαγε σχεδόν τα πάντα. Όταν είχαν τελειώσει το πρωινό τους, ο Ραφαέλ περίμενε πως θα περνούσαν στο σαλόνι και θα μιλούσαν για τον πατέρα του. Ήταν πραγματικά ανυπόμονος, αλλά ο Δημοσθένης του ζήτησε να τον ακολουθήσει και αφήσουν της γυναίκες μόνες. Ήθελε να γνωρίσει τους δράκους που είχαν έρθει να των δουν.

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενOnde histórias criam vida. Descubra agora