23.Κακό συναπάντημα

22 6 4
                                    

Τα άλογα κάλπαζαν με γοργό βηματισμό κάτω από της φυλλωσιές των δέντρων που θρόιζαν στο άγγιγμα του ανέμου. Η Αύρα ήταν ευχαριστημένη από την ελευθερία της, δεν υπήρχε κανείς να της βάζει ώρια και αυτό ήταν κάτι που την ενθουσίαζε. Είχε την επιθυμία να γνωρίζει τον κόσμο, να μάθει τι υπήρχε έξω από τους τέσσερις τείχους του παλατιού, επιτέλους είχε κατορθώσει να φύγει και ένιωθε πραγματικά ικανοποιημένη. Μα, πιο ευτυχισμένοι θα ένιωθε αν μπορούσε να δει ένα ελάφι, αλλά δεν είχε δει ούτε ένα. Σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο να ξεμουδιάσουν λίγο από την ιππασία.

«Δεν υπάρχει κανένα ελάφι εδώ γύρω, γιατί;» ρώτησε όταν κατέβηκε από τη σέλα του αλόγου και τα πόδια της πάτησαν στο έδαφος.

Ο Ραφαέλ γέλασε με το παραπονιάρικο ύφος της. «Τι νομίζει, πώς αν βγαίναμε στο δάσος, αμέσως θα παρουσιάζονταν μπροστά σου τα ελάφια και θα ικανοποιούνταν η την επιθυμία σου; Τα ελάφια δεν ξεπετάγονται, επειδή το απαιτείς».

«Τότε, πως μπορώ να δω ένα;»

«Θέλει υπομονή, να ξέρεις καλά αυτό το δάσος και τα σημεία που κυκλοφορούν ».

«Αυτό δε με βοηθά», είπε και κάθισε σε ένα βράχο εκεί κοντά.

Ο Ραφαέλ ήταν έτοιμος να κατεβεί από τη ράχη του Αρχοντούλης, αλλά πριν προλάβει, ένα βέλος πετάχτηκε μέσα από το δάσος και έπεσε πάνω στο άλογο. Το κακόμοιρο ζώο σηκώθηκε στα δυο του πόδια, χλιμιντρίζοντας τρομαγμένο, ο Ραφαέλ δεν μπόρεσε να κρατηθεί και γλίστρησε από τη σέλα, ενώ ο Αρχοντούλης έφυγε τρέχοντας. Από το σημείο που είχε εκτοξευτή το βέλος εμφανίστηκε ένας άντρας, πέρασε στην πλάτη του το τόξο που κρατούσε και ξεθηκάρωσε το σπαθί του. Ο Ραφαέλ σήκωσε αργά το βλέμμα του και τον είδε να πλησιάζει προς το μέρος του.

«Ώστε εσύ είσαι ο Ραφαέλ, ο δωδέκατος απόγονος των Νάρντουεν... Ας συστηθώ, είμαι ο Γκάλεν, γιος του Φέλαν. Βρίσκομαι εδώ με τη διαταγή του βασιλιά Οράτιου, να σου πάρω το κεφάλι. Τώρα, τράβηξε το σπαθί σου για να με αντιμετωπίσεις».

Ο Ραφαέλ σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε διερευνητικά τον Γκάλεν, ήταν ένας άντρας γύρω στα τριάντα. Έχει πλούσια ατίθασα μαύρα μαλλιά, τα μάτια του είχαν ένα παγωμένο γαλάζιο χώμα και έμοιαζαν ψυχρά. Η επιδερμίδα του ήταν λεύκη σαν το χιόνι. Η πανοπλία που φορούσε ήταν κατασκευασμένη από ένα μαύρο μέταλλο και έμοιαζε με ιππότη. Η συνολική του όψη έδινε την εντύπωση ενός έμπυρου πολεμιστή, γεμάτος από περηφάνια.

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενOù les histoires vivent. Découvrez maintenant