02.Βρε χαμένη ψυχή!

94 10 1
                                    

Οι οπλές των αλόγων χτυπούσαν έντονα πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο, η άμαξα, έσερναν τα άλογα και πλησίαζε το τείχος. Η πόλη της Φεγγαρόπετρας βρίσκονταν δίπλα στη θάλασσα και ένα φρέσκο αναζωογονητικό αεράκι έρχονταν από τα δυτικά. Ο αμαξάς φούσκωσε τα πνευμόνια του με τον καθαρό αέρα, νιώθοντας μια βαθιά αγαλλίαση στην καρδιά του. Η επιστροφή στο σπίτι του αποτελούσε ως μια ευχάριστη ιδέα, αλλά ύστερα το πρόσωπό του κατσούφιασε. Ο θάνατος της Ιφιγένειας, της μητέρα του, ήταν ακόμα νωπός. Όποτε αναλογίζονταν το σπίτι του, πάντα θυμόταν την αδύναμη και την χλωμή όψη της να τον υποδέχεται. Το χαμόγελό της να τρεμοπαίζει όπως το φως του κεριού, ενώ τα καστανά μάτια της ήταν πάντα λαμπερά, γεμάτα ζωντάνια..

Ο κεντρικός λιθόστρωτος δρόμος, όπου βρίσκονταν η άμαξα, οδηγούσε στις πύλες του βασιλείου. Όταν ζύγωσε προς την πύλη αντίκρισε δύο στρατιώτες να στέκονται εκεί εντελώς αμέριμνοι απολαμβάνοντας την ηρεμία της όμορφης μέρας. Ο ένας έγερνε πάνω στο δόρυ του και με νυσταγμένο βλέμμα κοίταζε το έδαφος, αντιθέτως ο άλλος ήταν σε εγρήγορση κοιτάζοντας με ζωντάνια τριγύρω του. Όταν είδε τον Ραφαέλ να πλησιάζει, του χαμογέλασε.

«Ραφαέλ! Βρε χαμένη ψυχή!» φώναξε. «Η Ερμιόνη σε περιμένει!» ο Νικήτας ήταν ο σύζυγος της αδελφής του. Ο Ραφαέλ δε σταμάτησε την άμαξα, μονάχα του φώναξε πως θα πήγαινε να τη δει και συνέχισε τον δρόμο του.

Μπαίνοντας μέσα στην πόλη το αεράκι έφερε κάθε λογής μυρωδιά. Οι κερασιές ήταν γεμάτες από ανθισμένα μπουμπούκια και στην ατμόσφαιρα πλανιόταν το γλυκό άρωμά τους. Τα δέντρα ήταν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου δίνοντας μια διαφορετική, ευχάριστη όψη, όπως κάθε άνοιξη. Οι περαστικοί ήταν ελάχιστοι, συνήθως τα απογεύματα οι κάτοικοι της Φεγγαρόπετρας μαζεύονταν στα σπίτια τους τρώγοντας το τελευταίο γεύμα της ημέρας με τις οικογένειες τους.

Το θαλασσινό αεράκι εκτός από την ελαφριά μυρωδιά των λουλουδιών των κερασιών έφερνε στη μύτη του νεαρού μια ευχάριστη μυρωδιά, που αμέσως του άνοιξε την όρεξη. Μια κυρά είχε ψήσει μηλόπιτα και καθώς το παράθυρο της κουζίνας ήταν ανοιχτό, όποιος περνούσε κοντά από το σπίτι δεν μπορούσε να μη λιγουρευτεί ένα κομμάτι.

Το στομάχι του Ραφαέλ διαμαρτύρονταν από την πείνα, πριν σκεφτεί το φαγητό, έπρεπε να περάσει από το σιδηρουργείο όπου εργάζονταν. Ο κύριος Ωρίων τον είχε στείλει στο Χίμπεραν να παραλάβει τις προμήθειες μετάλλου που χρειάζονταν για τη δουλειά τους. Ο κύριος Ωρίων ήξερε τον Ραφαέλ από παιδάκι ήταν αυτός που είχε προσλάβει τον θείο του, τον Λεωνίδα, στη δούλεψή του. Όμως ο θείος του είχε σκοτωθεί σε ένα εργατικό δυστύχημα πριν ο Ραφαέλ κλίσει τα δεκαπέντε του. Μετά τον θάνατο του θείου του, ο Ραφαέλ επέλεξε να δούλεψει στο σιδηρουργείο του κύριου Ωρίων. Γνώριζε τους κινδύνους της δουλειάς αλλά επιθυμούσε να έχει έναν καλό μισθό. Τώρα, ο Ραφαέλ ήταν ένα νεαρός άντρας στα είκοσι δυο του με βαθιά εκτίμηση για τον κύριο Ωρίων.

Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος ΝάρντουενDonde viven las historias. Descúbrelo ahora