«Ραφαέλ;» μέσα στη ζάλη του άκουσε το όνομά του. «Ραφαέλ;» ξανάπε μια σιγανή και ήρεμη φωνή.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Ντάεγκ. Έτσι πως ήταν κουκουλωμένος του φάνηκε σαν τον χάρο και για μια στιγμή νόμιζε πως είχε πεθάνει. Έτσι τραβήχτηκε γεμάτος φόβο, τότε παρατήρησε πως κάτι είχε αλλάξει επάνω του. Το δέρμα του ήταν κόκκινο και έμοιαζε με της σκληρές φολίδες των δράκων, έριξε μια ματιά γεμάτη πανικό στα δάχτυλα του χεριού του και τα μακριά αιχμηρά νύχια του. Δεν ήταν όνειρο..
«Είμαι δράκος!» αναφώνησε και η φωνή του βγήκε πιο σκληρή και τραχιά από το λαρύγγι του.
«Ναι, είδες δεν ήταν δα τόσο δύσκολο να αλλάξεις μορφή».
«Με άφησες επίτηδες;»
«Ναι», παραδέχτηκε ήρεμα και ύστερα τράβηξε το πλατύ σπαθί που ήταν τοποθετημένο πίσω στην πλάτη του. Ο Ραφαέλ νόμισε κάτι επικίνδυνο θα έκανε εναντίον του και μαζεύτηκε ανήσυχος στη γωνίτσα του. «Είσαι πολύ φοβητσιάρης, Ραφαέλ», σχολίασε χαλαρά. «Δείξε λίγο θάρρος, γιατί θα πολεμήσουμε παρέα τους δράκους».
Μετά από αυτά τα λόγια, στα αυτιά του Ραφαέλ έφτασε ένα άγριο μουγκρητό. Ο δράκος είχε παρατηρήσει πως ο άνθρωπος που μόλις είχε πετάξει στο έδαφος, είχε πάρει τη μορφή δράκου. Αμέσως η ογκώδης μάζα του τεράστιου θηρίου προσγειώθηκε στο έδαφος και στα κίτρινα διαπεραστικά μάτια του κοίταξαν τον Ραφαέλ και έπειτα το μικρό ανθρωπάκι μπροστά του.
«Εσύ πρέπει να είσαι αυτός που ψάχνουμε, ενώ αυτός...» σώπασε, μόλις έστρεψε τα λαμπερά του μάτια προς τον Ντάεγκ. «ΜΜΜάλιστααα...» μούγκρισε στη συνέχεια αγριεμένος.
Ο δράκος ετοιμάστηκε να ορμίσει σαν λυσσασμένο θηρίο πάνω στον Ραφαέλ, αλλά ο Ντάεγκ ήταν πολύ πιο γρήγορος. Μια παράξενη ριπή ανέμου σηκώθηκε καθώς τινάχτηκε προς τον δράκο και βαστώντας γερά τη λαβή του σπαθιού του χτύπησε την κοιλιά του. Ένα παράξενο κρακ ήχησε και ένα από τα μεγάλα πετράδια που ήταν προσκολλημένο επάνω του έπεσε, φανερώνοντας της φολίδες του που με το πέρασμα του χρόνου είχαν φθαρεί. Ο δράκος μούγκρισε έξαλλα και δίχως να πει κουβέντα απογειώθηκε στον ουρανό, όπου δεν κινδύνευε να του επιτεθεί ο παράξενος άντρας.
Ο Ραφαέλ έμεινε να κοιτάζει έκπληκτος την πλάτη του Ντάεγκ, απορούσε πως ένα τόσο μικρό πλάσμα κουβαλούσε τέτοια δύναμη. Η κουκούλα του άντρα είχε γλιστρήσει από το κεφάλι του και φάνηκαν τα μαλλιά του, ήταν στο χρώμα του χαλκού. Υστέρα, γύρισε προς το μέρος του Ραφαέλ και είδε πως τα μάτια του ήταν δεμένα με μαύρους επιδέσμους.
«Τα μάτια σου... Πώς βλέπει;» είπε αυθόρμητα.
«Είμαι δράκος του αιθέρα».
«Δράκος; Είσαι...»
«Δεν έχουμε χρόνο ο Ντράκιθογκ θα επιστέψει!» Δεν είχε άδικο, αυτόν που είχε αποκαλέσει Ντράκιθογκ, είχε θυμώσει. Ο δράκος δεν άργησε να επιστέψει ξανά προς το μέρος τους, απότομα άνοιξε το στόμα του και ξέρασε την καυτή ανάσα του.
Ο Ραφαέλ έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει τη φωτιά να έρχεται προς το μέρος του. Τι μπορούσε να κάνει μπροστά σε αυτήν τη θανατερή επίθεση, που από μικρός είχε μάθει πως έφερνε τον θάνατο, ακόμα και η πιο γενναία καρδιά μπροστά σε αυτή μπορούσε να δειλιάσει. Όμως, εκεί που πίστευε πως όλα είχαν τελειώσει, σαν τον απαλό αεράκι ο Ντάεγκ γλίστρησε μπροστά από τον Ραφαέλ. Τον είδε να σηκώνει το χέρι του ψηλά και μπροστά στα μάτια του Ραφαέλ, είδε την πύρινη ανάσα του δράκου να απορροφάται από το αλλόκοτο αντικείμενο στο χέρι του. Ο Ραφαέλ στέκονταν εκεί αποσβολωμένος κοιτάζοντας με απορία την πλάτη του Ντάεγκ μπερδεμένος ακόμα από ό,τι είδε.
«Μη στέκεσαι σαν ανόητος!» φώναξε ο Ντάεγκ και έκρυψε το αντικείμενο σε μια τσέπη της κάπας του. Ύστερα έτρεξε προς το μέρος του και με ένα επιδέξιο σάλτο ανέβηκε στη ράχη του. «Πρέπει να πετάξεις», του είπε βιαστικά.
Ο Ραφαέλ υπάκουσε σαν μικρό κουτάβι τη μαμά του και άνοιξε τις μεγάλες φτερούγες του έτοιμος να πετάξει στον καταγάλανο ουρανό. Όμως, η άγνοια και ο μεγάλος φόβος του δεν του επέτρεψαν να απογειωθεί. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε μάθει να πετάει και τώρα ήταν ένα νεαρός δράκος με εντελώς αγύμναστα φτερά.
«Είσαι δράκος του αιθέρα Ραφαέλ, είσαι ένας άρχοντας των ουρανών. Μπορείς να πετάξεις, κούνα τις φτερουγούσες σου και νιώσε κάθε μυ να τεντώνετε, κάθε εκατοστό των φτερούγων σου να ξυπνά!»
Με νύχια και δόντια ο Ραφαέλ καταφέρνει να αφήσει τη γη και να βρεθεί ψηλά στον ουρανό. Πετώντας αδέξια, γεμάτος από δέος και ανακούφιση, έριξε μια φευγαλέα μάτια στο περιβάλλον γύρω του. Του φάνηκε τόσο παράξενη η γη από ψηλά. Τα σπιτάκια με τις κεραμοειδή σκεπές τους έμοιαζαν σαν παζλ, όμως στο βάθος της πόλης διέκρινε καπνό. Ο δεύτερος δράκος είχε είδη αρχίσει να ξερνάει φωτιά πάνω στα σπίτια. Διέκρινε μαύρο καπνό να βγαίνει από αυτά που φλέγονταν, ενώ στον αέρα πλανιόταν η οσμή του καμένου.
«Ραφαέλ, συγκεντρώσου», φώναξε ο Ντάεγκ και τότε έτρεψε το βλέμμα του προς τον Ντράκιθογκ.
![](https://img.wattpad.com/cover/243441026-288-k373379.jpg)
ESTÁS LEYENDO
Οι Άρχοντες των Ανέμων: Ο δωδέκατος Νάρντουεν
Fantasía«Δράκοι... Τρομερές ιστορίες έχουν γραφτεί για αυτά τα μεγαλόσωμα θηρία, κόκκινα βαμμένες από αίμα ανθρώπων. Ολόκληρα βασιλεία καταστράφηκαν και κάηκαν συθέμελα μέσα σε μια νύχτα. »Δράκοι... Χρόνια έχει κανείς να δει κατάματα έναν, ο φόβος των κατο...