«Πού πας;» με σταματάει η μαμά μου,καθώς είμαι έτοιμη να φύγω για να συναντήσω τον Αχιλλέα. Ξέρω πως αυτό που κάνω είναι χαζό, το ξέρω πολύ καλά. Αυτό αρκεί για να με σταματήσει; Όχι.
«Σου είπα θα βγω» της θυμίζω
«Με ποιον;» ρωτάει λες και ξέρει κάτι παραπάνω,αλλά δεν ξέρει. Είναι αδύνατον να ξέρει. Κανείς δεν ξέρει.
«Με τα παιδιά. Όπως πάντα» απαντάω όσο πιο φυσιολογικά μπορώ. Νιώθω άσχημα που της λέω ψέματα,ποτέ δεν χρειάστηκε να της πω ψέματα μα να'μαι τώρα να της λέω. Ξέρω πως είναι ένα μικρό ψέμα,όπως πολλοί θα χαρακτήριζαν, μα αυτό δεν το κάνει λιγότερο ψέμα.
«Μάλιστα,καλά να περάσεις με τα παιδιά» μου λέει καθώς φεύγω από το σπίτι.
Με τον Αχιλλέα είπαμε να συναντηθούμε στο σχολείο αντί αυτού τον βλέπω στο επόμενο στενάκι. «Γεια» με χαιρετάει με ένα χαμόγελο.
«Είχαμε πει να συναντηθούμε κοντά στο σχολείο,όχι εδώ» του θυμίζω και κοιτάζω τριγύρω φοβισμένη στην ιδέα πως μπορεί να μας δει κάποιος. Δεν πρέπει να μας δει κάποιος,για πολλούς λόγους.
«Είχαν περάσει 20 λεπτά και βαρέθηκα να περιμένω» μου λέει και φαίνεται πολύ όμορφος καθώς ο ήλιος πέφτει στο πρόσωπο του, αναγκάζοντας τον να μισό κλείσει τα μάτια του ώστε να μπορεί να δει. «Άρχισα να πιστεύω πως το μετάνιωσες» σχολιάζει. Να το μετάνιωσα; Όχι,σίγουρα όχι. Ξέρω ποσό ηλίθιο είναι αυτό που κάνω μα δεν το μετάνιωσα. Ούτε για μια στιγμή.
«Κάνεις δεν ξέρει ότι είμαι εδώ μαζί σου και θα προτιμούσα να μείνει έτσι» λέω νιώθοντας την ανάγκη να το ξέρει. Προχωρώ πιο μπροστά και με κάνει ένα μεγαλύτερο βήμα για να με φτάσει.
«Γιατί;» αναρωτιέται. Ξέρω πως δεν ακούγεται πολύ ωραίο αυτό που είπα,αλλά ένιωθα την ανάγκη να το ξέρει για να είναι και πιο προσεκτικός.
Ξεφυσάω. «Γιατί είσαι ο Αχιλλέας» λέω και σταματάμε να προχωράμε.
Η Κατερίνα μπορεί να δείχνει κατανόηση,μα ξέρω πως αν γίνει πραγματικά κάτι θα απογοητευτεί μαζί μου κι ας μην μου το πει. Τα παιδιά,εννοείται πως θα απογοητευτούν και θα μου πούνε να μείνω μακριά του πριν είναι αργά. Και η μαμά μου, θα κάνει πως είναι εντάξει με όλο αυτό μέχρι που θα εκραγεί και θα μου θυμίσει τα δικά της λάθη. Δεν θέλω να τους απογοητεύσω. Ειδικά αν δεν ξέρω τι είναι όλο αυτό.
Ο Αχιλλέας με κοιτάει με τρόπο που καταλαβαίνω πως δεν του αρκεί αυτή η απάντηση. «Δεν ξέρω τι είναι όλο αυτό και μέχρι να το μάθω προτιμώ να το ξέρουμε μόνο εσύ κι εγώ» λέω και σκέφτομαι τον υπόλοιπο κόσμο. Τι θα λέγαν αν μας έβλεπαν μαζί; Τι θα πίστευαν; Ότι είμαι άλλη μια ξεπέτα του, ότι παίζει μαζί μου.
ESTÁS LEYENDO
What do you want ?
Novela Juvenil«Τι θες;» τον ρωτάω. Με ακολουθεί τόση ώρα, κάτι θα πρέπει να θέλει αλλιώς είναι απλά ανώμαλος. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως θέλω κάτι;» ρωτάει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Είναι ελκυστικός και το ξέρει,όλοι στο σχολείο το ξέρουν. «Με ακολουθείς.» λέω...