Φτάνω έξω από την πόρτα του σπιτιού του Αχιλλέα. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως το έκανα όλο αυτό με τα παιδιά. Ήδη έχει αρχίσει να νυχτώνει. Έπρεπε να του τηλεφωνήσω,δεν έπρεπε να έρθω χωρίς προειδοποίηση. Μα, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Ποια μητέρα φέρεται έτσι; Ποιοι φίλοι φέρονται έτσι;
Χτυπάω το κουδούνι και στην πόρτα εξαφανίζεται εκείνος. Η ανακούφιση που νιώθω μόλις τον βλέπω είναι τεράστια. Με κοιτάει ξαφνιασμένος αλλά δεν αργεί να με βάλει στην αγκαλιά του. Μ'αρέσει εδώ. Όλοι κρίνουν τον Αχιλλέα,όλοι ορκίζονται πως εκείνος θα με πληγώσει...αλλά είναι το μόνο άτομο που δεν το κάνει. Ίσως στην αρχή να ήταν κάπως αλλιώς,αλλά τώρα; Τώρα παρά είναι τέλειος.
Μετά από αρκετή ώρα με βγάζει από την αγκαλιά του,δεν ήθελα να με αφήσει. «Περνά μέσα» μου λέει και το κάνω,όσο εκείνος βάζει μέσα την βαλίτσα και το σακίδιο μου χωρίς ερωτήσεις. Προχωράω προς το δωμάτιο του κι εκείνος με ακολουθεί με τα πράγματα. Τι να να του πρώτο πω; Πριν λίγες ώρες ήμασταν μαζί κι όλα ήταν τέλεια,μέχρι που ήρθε η καταστροφή. Ξανά. Κάθομαι στο κρεβάτι κι εκείνος κάθεται δίπλα μου,δεν λέμε κάτι. Αφήνω το κεφάλι μου να ξεκουραστεί στον ώμο του. Περιμένει υπομονετικά να του πω τι συμβαίνει,μα δεν ξέρω τι να πω... Δεν ξέρω αν είναι σωστό που είμαι εδώ,αλλά που άλλο έχω να πάω;
«Εμ» λέει χαϊδευτικά, «Τι έγινε;» ρωτάει ήρεμα,όχι ανυπόμονα.
Παρατηρώ τα χέρια μας που κρατιούνται μεταξύ τους. Οι φλέβες του πετάνε και οι δικές μου αχνοφαίνονται. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και σηκώνομαι όρθια. «Με έδιωξε,Αχιλλέα» λέω με την φωνή μου να τρέμει κι νιώθω πως θα καταρρεύσω. Σηκώνεται αμέσως και με βάζει στην αγκαλιά του,με αποτέλεσμα να μπορώ να στηριχτώ πάνω του σωματικά,αλλά και ψυχικά. «Έπρεπε να σου τηλεφωνήσω πριν έρθω...Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα» απολογούμαι, «Δεν ξέρω τι κάνω» παραδέχομαι
«Ει,όλα καλά» με καθησυχάζει
Απομακρύνομαι λίγο,όχι πολύ,θέλω απλά να βλέπω το πρόσωπο του. «Τι θα κάνω;» αναρωτιέμαι,δεν περιμένω κάποια συγκεκριμένη απάντηση από εκείνον. Περισσότερο ρωτάω τον εαυτό μου παρά εκείνον.
«Τι εννοείς τι θα κάνεις;» απορεί, «Θα μείνεις εδώ» λέει χωρίς δεύτερη σκέψη, «Για όσο χρειαστεί» προσθέτει και παρόλο που είναι πολύ ωραίο και καθησυχαστικό αυτό που λέει, δεν είναι τόσο απλό. Ποτε δεν είναι τόσο απλό.
«Αχιλλέα,ξέρεις πως δεν γίνεται αυτό» λέω σχεδόν γελώντας. Γελάω επειδή απλά δεν γίνεται.
STAI LEGGENDO
What do you want ?
Teen Fiction«Τι θες;» τον ρωτάω. Με ακολουθεί τόση ώρα, κάτι θα πρέπει να θέλει αλλιώς είναι απλά ανώμαλος. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως θέλω κάτι;» ρωτάει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Είναι ελκυστικός και το ξέρει,όλοι στο σχολείο το ξέρουν. «Με ακολουθείς.» λέω...