Emma's pov
Ενώνει τα χείλη μας. Τι στο διάολο; Παγώνω. Ξέρω πως πρέπει να το σταματήσω,αλλά έχω παγώσει. Γιατί μου είναι τόσο δύσκολο απλά να τον σπρώξω;
«Τι στο διάολο;» ακούγεται η φωνή του. Όχι, όχι. Ξυπνάω. Ξυπνάω και γυρνάω και τον κοιτάω. Όχι. Όχι. Θεέ μου,όχι.
Δεν ξέρω τι να πω... «Αχιλλέα...» είναι το μόνο που βγαίνει από το στόμα μου. Δεν είναι αυτό που φάνηκε,πραγματικά δεν είναι αυτό που φάνηκε. Όχι. Όχι. Τα μάτια μου θολώνουν από τα δάκρυα που είναι έτοιμα να χυθούν. Πάω να τον πλησιάσω,αλλά το καταλαβαίνει και κάνει ένα βήμα πίσω. Όχι,όχι. Δεν συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί να συμβαίνει.
Με κοιτάει με αηδία. Ποτέ δεν με έχει κοιτάξει έτσι. «Αι γαμησου,Έμμα» βγαίνουν οι λέξεις από το στόμα του με απέχθεια...προς το πρόσωπο μου.
Η Κατερίνα στέκεται δίπλα του χαρούμενη,μα δεν μπορώ να εστιάσω σε εκείνη. Βλέπω τον Αχιλλέα να φεύγει και νιώθω ανίκανη να κουνηθώ. Καταρρέω στο πάτωμα κλαίγοντας. Όχι. Όχι. Τον έχασα,έτσι δεν είναι;
«Για καλό έγινε» ακούω τον Δημήτρη να λέει πίσω μου και σηκώνομαι έξαλλη
«Το κάνατε επίτηδες; Ήταν σχεδιασμένο όλο αυτό;» ουρλιάζω κλαίγοντας. Δεν απαντανε όποτε θα πει ναι. «Πώς μπορέσατε; Πώς μπορέσατε να μου το κάνετε αυτό; Ο Αχιλλέας είναι όλα όσα έχω κι εσείς...» λέω και δεν μπορώ να βρω τα λόγια μου μέσα από τα κλάματα. «Μην με ξανά πλησιάσετε. Ποτέ» λέω και τρέχω μακριά του. Τρέχω έξω από αυτό το πάρτυ.
Ξεκινάω να προχωράω. Που πάω; Στον Αχιλλέα. Πρέπει να πάω στον Αχιλλέα. Σταματάω και καλώ ταξί για το σπίτι του. Όσο περιμένω παίρνω τηλέφωνο τον Αχιλλέα. Ναι,ίσως το σηκώσει. Ας το σηκώσει. Ω,Θεέ μου ας το σηκώσει. Γιατί δεν το σηκώνει; Πρέπει να του μιλήσω. Θα καταλάβει. Πρέπει να του εξηγήσω,δεν είναι αυτό το τέλος. Δεν μπορεί να είναι αυτό το τέλος. Βλέπω την ώρα. Δώδεκα. Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι σπίτι. Τι σκατα κάνω; Πρέπει να μιλήσω στον Αχιλλέα, αυτό έχει σημασία τώρα. Το ταξί έρχεται αμέσως και μπαίνω βιαστικά μέσα. Λέω την διεύθυνση και ξεκινάει.
«Γρήγορα παρακαλώ» λέω κλαμένη και αυξάνει ταχύτητα. Μόλις φτάνουμε σπίτι δίνω τα λεφτά και βγαίνω αμέσως από εκεί. Χτυπάω κουδούνι επίμονα. Ας ανοίξει εκείνος. Ας ανοίξει. Γιατί δεν ανοίγει; Που είναι;
BINABASA MO ANG
What do you want ?
Teen Fiction«Τι θες;» τον ρωτάω. Με ακολουθεί τόση ώρα, κάτι θα πρέπει να θέλει αλλιώς είναι απλά ανώμαλος. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως θέλω κάτι;» ρωτάει με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Είναι ελκυστικός και το ξέρει,όλοι στο σχολείο το ξέρουν. «Με ακολουθείς.» λέω...