8. Morning coffee.

1.3K 99 8
                                    

Brooklyn.
11 Μαΐου 2014.

Ξύπνησα αλλά δεν άνοιξα τα ματιά μου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς γινόταν. Το μόνο που άκουγα ήταν μια απαλή ανάσα δίπλα μου και ένα χέρι στην μέση μου.
Άνοιξα τα ματιά μου και αντίκρισα τον Max να κοιμάται ήρεμα. Ήμασταν σκεπασμένη με ένα λεπτό σεντόνι καθώς ήμασταν γυμνοί από μέσα. Πάλι τα ίδια εχτές. Αναστέναξα. Σηκώθηκα απαλά χωρίς να θέλω να τον ξυπνήσω. Περπάτησα έως το μπάνιο και μπήκα κατευθείαν για ένα γρήγορο ντους. 15 λεπτά αργότερα, 8:47 πήρα το κινητό μου και βγήκα από το σπίτι. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο μόνη. Περπατούσα χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία στο που πήγαινα. Γιατί το έκανα αυτό εχτές; Ήταν τόσο λάθος. Γιατί τον σκεφτόμουν; Δεν έπρεπε καν να του χορέψω. Μπορούσα να βρω καμία δικαιολογία. Αλλά θα έχανα τα λεφτά. Οι σκέψεις μου με είχαν απορρόφηση τόσο πολύ που δεν αντιλήφθηκα, καθώς περνούσα το δρόμο, το αυτοκίνητο που περνούσε, αλλά για καλή μου τύχη ο οδηγός ήταν πιο αφοσιωμένος από εμένα. Αυτό όμως δεν το εμπόδισε να βγει και να αρχίσει να φωνάζει καθώς κοιτούσε για οποιαδήποτε ζημιά στο αυτοκίνητο του χωρίς να τον ενδιαφέρει καν για εμένα. Ήμουν έτοιμη να αρχίσω να φωνάζω όταν σήκωσε το βλέμμα του και τα σκούρα μελί ματιά του καρφώθηκαν στα πράσινα δικά μου.
«Avyanna;» είπε έκπληκτα.
«Justin.» απάντησα όταν συνήλθα.
«Σε χτύπησα; Είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχος αυτήν την φορά.
«Καλά είμαι» είπα τσατισμένη καθώς έκανα να συνεχίσω τον δρόμο μου όταν το χέρι του με σταμάτησε.
«Συγγνώμη δεν σε είχα προσέξει απλά βιαζόμουν.» ένιωσα να ανατριχιάζω.
«Εντάξει δεν πειράζει.» είπα καθώς προσπάθησα να απομακρυνθώ από το άγγιγμα του.
«Κάτσε μέσα» είπε και άρχισε να περπατάει προς την μεριά του συνοδηγού και άνοιξε την πόρτα.
Έμεινα σκεπτική για λίγα λεπτά και μετά αποφάσισα να μπω. Δεν έχανα και τίποτα. Εκτός και αν με βίαζε σε καμία γωνία. Δεν θα σε ενοχλούσε. Πέταξε ειρωνικά το υποσυνειδητο μου. Προχώρησα προς την μεριά του και πριν μπω κοίταξα το αυτοκίνητο του.
«Ωραίο αυτοκίνητο»
«Ferrari F12 berlinetta. Το καλύτερο ήθελες να πεις.» Σήκωσα τα φρύδια μου κοιτώντας τον ειρωνικά καθώς μου χάρισε ένα από τα γοητευτικά χαμόγελα του. Έκατσε από την μεριά του οδηγού και ξεκίνησε την μηχανή οδηγώντας προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μετά από λίγα λεπτά αμήχανης σιωπής αποφάσισα να σπάσω την σιωπή.
«Που με πας;»
«Καταρχάς, πάμε για καφέ.»
«Δεν είπες ότι βιάζεσαι; Δεν έχεις δουλειά να κανείς;»
«Η δουλειά μπορεί να περιμένει» είπε και με κοίταξε χαμογελώντας. Δεν κρατήθηκα να μην του χαμογελάσω. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και έβλεπα όλη την πόλη να ξυπνάει. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και φώτιζε ολόκληρη την πόλη. Κοίταξα τον Justin ο οποίος ήταν συγκεντρωμένος στην οδήγηση. Ήταν τόσο όμορφος. Τις προάλλες δεν είχα χρόνο αλλά ούτε και την δυνατότητα να τον παρατηρήσω. Τώρα που τον βλέπω καλύτερα είναι πραγματικά όμορφος.
«Έλα σταματά να με κοιτάς έτσι» είπε κοιτώντας με ένα χαμόγελο που στόλιζε όμορφα το πρόσωπο του. Αποφάσισα να μην σχολιάσω. Βρίσκομαι στο αυτοκίνητο με έναν τελείως ξένο άνθρωπο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από ένα ξενοδοχείο. Hotel Indigo.
«Γιατί ήρθαμε εδώ;» ρώτησα κοιτώντας το πολυτελές ξενοδοχείο.
«Θα πάω να αλλάξω πρώτα ρούχα και μετά θα κατέβουμε κάτω για καφέ» Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και με πλησίασε. Μπήκαμε μέσα στο πολυτελές εσωτερικό και ένιωσα αμέσως άβολα για το απλό ντύσιμο μου καθώς όλοι ήταν τόσο επίσημα ντυμένοι. Δίστασα για λίγο αλλά το χέρι του με τράβηξε προς το ασανσερ.

AvyannaWhere stories live. Discover now