1. Your past is real.

4K 174 11
                                    

San Francisco.
11 Ιανουαρίου 2017.


Όλοι έχουν φύγει. Σε όλο το κτήριο φως υπάρχει μόνο στο γραφείο μου και το γραφείο του αφεντικού μου. Η ώρα είναι ήδη περασμένες 12 και εγώ προσπαθώ να τελειώσω τα άρθρα και να καλύψω τα κενά από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Και όταν επιτέλους καταφέρνω να τελειώσω έστω τα μισά, τεντώνομαι και αφού παίρνω το παλτό μου και την τσάντα μου πάω να καληνυχτίσω τον Edward.

Χτυπάω την πόρτα του γραφείου του και αφού μου δίνει την αδεια, μπαίνω μέσα. Όταν με βλέπει το πρόσωπο του φωτίζεται από το χαμόγελο του.

Ο Edward είναι ένας 27χρονος που κληρονόμησε την μεγαλύτερη επιχείρηση περιοδικού του Los Angeles από τον πατέρα του. Είναι όμορφος. Πολύ όμορφος θα έλεγα. Με μεγάλα πράσινα ματιά και μαύρα μαλλιά.
«Τελείωσα τα βασικά... Μπορώ να πηγαίνω;»
«Ναι φυσικά! Συγγνώμη που σε καθυστέρησα.. Τι θα έλεγες να το αποζημιώσω με ένα ποτό;»
«Συγγνώμη δεν μπορώ.. Με περιμένει ο Dominic σπίτι» λέω νιώθοντας ενοχή. Δεν είναι η πρώτη ούτε και η δεύτερη φορά που αρνούμαι τη πρόσκληση του. Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ίσως καμία άλλη φορά.
«Πάντα η ίδια δικαιολογία.» Λέει χαμογελώντας θλιμμένα.
«Δεν είναι δικαιολογία, είναι αλήθεια..» λέω και χαμογελώ ελάχιστα.
«Εντάξει όμως τη επόμενη φορά θα βγούμε εντάξει;»
«Σίγουρα!» Χαμογελάω πλατιά και αφού τον καληνυχτίζω βγαίνω από το γραφείο του και προχωρώ έως το ασανσερ. Πατάω το κουμπί και οι πόρτες ανοίγουν, μπαίνω μέσα και πατώ το κουμπί που οδηγεί στο ισόγειο εκεί που είναι το αυτοκίνητο μου. Μέτα από 1-2 λεπτά βρίσκομαι στο ισόγειο. Ο Christopher και Albert -οι φυλακές- δεν βρίσκονται εκεί. Λογικά θα έχουν σχολάσει ήδη.
Περπατώ γοργά έως το αυτοκίνητο καθώς κρύος αέρας χτυπά το πρόσωπο μου. Πλησιάζω το αυτοκίνητο μου και προσπαθώ να ξεκλειδώσω όταν ακούω βήματα να με πλησιάζουν. Προσπαθώ να μην δώσω σημασία όμως τα βήματα όλο και πλησιάζουν και ξαφνικά σταματάνε. Όταν κατάφερα να ξεκλειδώσω πάω να ανοίξω την πόρτα όταν ακούω το όνομα μου. Η φωνή γνωστή.
«Avyanna.» Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου και καταλαβαίνω πως στέκομαι μόνο λίγα μέτρα μακρυά από τον άνθρωπο που πρόφερε το όνομα μου τόσο όμορφα, τόσο μοναδικά όπως κανείς άλλος ποτέ δεν μπόρεσε και δεν θα μπορέσει να προφέρει. Και καθώς οι ματιές μας συναντούνται νιώθω την γη να γυρίζει. Χάνομαι. Νιώθω τα πόδια μου αδύναμα να με κρατήσουν. Αυτά τα ματιά που τα έβλεπα στον καθένα και ας δεν μοιάζανε. Τα ματιά που ήταν τόσο όμορφα και ταυτόχρονα τόσο τρομακτικά. Τα ματιά για τα οποία θα έκανα τα πάντα.
«Avyanna» ξανά είπε. Αυτή η φωνή που έκανε όλο το σώμα μου να χορεύει στον ρυθμό της. Η φωνή που στοιχειώνει τα όνειρα και τους εφιάλτες μου. Η τόσο δηλητηριώδεις φωνή για το σώμα μου. Νιώθω τα ακροδάχτυλα του να ακουμπάνε το μάγουλο μου και νιώθω ολόκληρο το σώμα μου να καεί και ας η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας είναι κάτω από το μηδέν. Νιώθω όπως τότε. Όπως παλιά. Όμως τότε λες και πέφτει ο ουρανός πάνω μου θυμάμαι. Ξυπνάω. Απομακρύνομαι απότομα από το άγγιγμα του και κοιτάω οπουδήποτε άλλου εκτός από τα ματιά του.
«Τι κανείς εδώ;» Λέω όσο πιο ψυχρά μπορώ και ας μέσα μου βράζω και θέλω να ουρλιάζω.
«Avyanna κοίταξε με» ακούω την φωνή που με σκοτώνει. Τον κοιτώ σκληρά προσπαθώντας να κρύψω τα δάκρυα μου. «Σε έψαχνα»
«Δεν έπρεπε!»
«Ω έλα τώρα. Αφού εγώ και εσύ ξέρουμε πολύ καλά πως χάρηκες που με είδες, πως σου έλειψα.» Με ξανά πλησίασε κάνοντας την ανάσα μου να σκαλώσει στον λαιμό μου. «Και εμένα μου ελλείψεις μωρό μου. Παρά πολύ. Έφυγες και με άφησες.» Είπε και σχεδόν ένιωσα τον πόνο. Μα τι λέω; Αυτός ο άνθρωπος είναι πιο αναίσθητος και από ένα βράχο.
Απομακρύνθηκα και έκανα να φύγω όταν κράτησε τον καρπό μου. Τίναξα το χέρι μου και μπήκα στο αυτοκίνητο κλειδώνοντας από μέσα. Τον έβλεπα να προσπαθεί να ανοίξει μα μάταιος κάπως. Έβαλα τα κλειδιά στη μίζα και τα γύρισα απότομα και χωρίς να χάσω δευτερόλεπτο έβαλα μπρος. Δευτερόλεπτα αργότερα οδηγούσα στην χιονισμένη άσφαλτο.

AvyannaWhere stories live. Discover now