28. Walk on water

607 79 8
                                    

  San Francisco 

 25 Οκτωβρίου 2014 

 Η θερμοκρασία έξω, αρκετά κρύα, έτσι φόρεσε το παλτό της και τύλιξε ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό της. Η κοιλιά της μικρή αλλά εμφανές πλέον.

Πήρε τα κλειδιά που υπήρχαν στο τραπέζι και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Έξω φυσούσε αλλά όχι πολύ. Περπάτησε στην παραλία κοιτώντας τα κύματα να αγριεύουν. Ο ουρανός γκρίζος, ίσως και να έβρεχε πάλι. Δεν θα την ενοχλούσε. Αν και θα πρέπει να προσέχει πλέον. Δεν είναι μόνη της. Χάιδεψε την κοιλιά της απαλά και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Ανυπομονούσε τόσο πολύ να μάθει το φύλλο του παιδιού. Ήθελε αγοράκι. Ήξερε πως θα του έμοιαζε και ίσως για αυτό και να ήθελε αγοράκι. Για να της τον θυμίζει και ας ξέρει πως δεν ήταν σωστό. Άραγε εκείνος τι θα ήθελε; Αν θα το ήθελε φυσικά. Η καρδιά της σφίχτηκε στην ιδέα και μόνο ότι δεν θα το ήθελε.

Κάποτε τα βραδιά, πριν πάει για ύπνο, κλείνει τα ματιά και φαντάζεται πως θα ήταν εάν ήταν μαζί. Ίσως θα ήταν κανονικό ζευγάρι. Επειδή μπορεί να ζούσαν μαζί και να έκαναν ότι έκαναν, αλλά δεν ήταν κανονικό ζευγάρι. Δεν της είπε ποτέ πως ήταν κοπέλα του.
Τότε στις Μαλδίβες.. Είχαν περάσει τόσο όμορφα και ήταν μόνο οι δυο τους, σαν κανονικό ζευγάρι. Και την βραδιά που της είχε πει πως αρχίζει να την ερωτεύεται, ένιωσε τόσο παράξενα. Φοβήθηκε, δεν ήθελε να τον ερωτευτεί. Ίσως να ήταν αργά πλέον, αλλά το να φύγει μακρυά του ήταν το καλύτερο.

 Άραγε τι θα έκανε αυτή τη στιγμή; Ίσως ήταν στο γραφείο του. Ίσως την σκεφτόταν. Ίσως την ξέχασε και είχε ήδη βρει άλλη.

Τον ήθελε. Τον ήθελε πίσω. Βαθιά μέσα της ήθελε να την ψάξει, να την βρει αλλά τα τελευταία του λόγια την πλήγωσαν. Παρά πολύ μάλιστα. Ήξερε πως δεν ήταν το καλύτερο να τρέξει μακρυά του αλλά ήταν το μόνο που ήξερε να κάνει. Να τρέχει από τα προβλήματα της. Όπως τότε πριν τέσσερα χρόνια.

Η δεκαεξάχρονη Avyanna μόνη της να τρέχει στους δρόμους. Να προσπαθεί να ξυπνήσει από τον εφιάλτη και ας ήξερε πως ο εφιάλτης που ζούσε ήταν η πραγματικότητα της.

Είχε προσπαθήσει να περπατήσει πάνω στο νερό.

Είχε προσπαθήσει να πνίξει τον εαυτό της.

Δεν ήξερε τι ήθελε.

Δεν ήξερε τι της γινόταν.

Ήταν χαμένη.
Για λίγο καιρό ζούσε σε ένα φίλο της. Είχε μπλέξει και ύστερα έτρεξε και πάλι. Την είχε βρει ένας 23χρονος, της είχε φανεί καλός. Την ρώτησε τι έγινε και εκείνη απλά του είπε πως θέλει να φύγει. Της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και εκείνη έκατσε απλά στο αυτοκίνητο ενός αγνώστου. Δεν την ενδιέφερε αν την σκότωνε. Είχε εξάλλου δοκιμάσει και η ίδια να το κάνει αλλά ήταν πάντα δειλή. Και το να φταίξει κάποιον άλλον για τον θάνατο της ήταν πολύ πιο εύκολο. Αλλά η μοίρα τα είχε αλλιώς για εκείνη. Ο νεαρός ήταν απλά ένας ακόμη χαμένος, δεν την ήθελε. Ήθελε μονάχα λίγη συντροφιά ώσπου να φτάσει στο Brooklyn. Όταν επιτέλους είχε φτάσει εκεί, της πρόσφερε σπίτι να μείνει αλλά εκείνη αρνήθηκε. Δεν γνώριζε το γιατί αλλά αρνήθηκε.

Στον δρόμο της συνάντησε την Julia. Την μικρή Julia. Την αγάπησε, ένιωθε πως έπρεπε να την προστατέψει. Την προστάτεψε, την πήρε σε εκείνο το μπαρ όπου και γνώρισαν τους άλλους δυο. Max και Kevin. Της λείπουν τόσο πολύ.

Δυο χρόνια ζούσε ήρεμη ώσπου.. Ώσπου στο δρόμο της εμφανίστηκε ο Justin. Γοητευτικός Justin, με πλούτη και μια σπίθα στο βλέμμα. Ήταν λες και την μαγνήτισε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Δεν σκόπευε να δεθεί μαζί του. Θα τον χρησιμοποιούσε απλά.. Αλλά έκανε το λάθος να αφήσει τα συναισθήματα της να βγουν στη φόρα.
Είχε όλα τα συναισθήματα της μέσα σε ένα κουτάκι πολύ καλά σφραγισμένα, και τα λόγια του εκείνη την βραδιά ήταν λες και το κλειδάκι για να ανοίξει το κουτάκι και να ελευθερωθούν όλα τα συναισθήματα της..  
Μικρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν. Κοίταξε προς τα πάνω και οι σταγόνες έπεφταν στα ματιά της. Κάθε βήμα της, οι σταγόνες γίνονται όλο και περισσότερες. Ένας μικρός πανικός άρχισε να επικρατεί. Ο κόσμος άρχισε να περπατάει όλο και πιο γρήγορα. Προσπαθούσαν να καλυφθούν. Εκείνη όμως ήθελε να απολαύσει την βροχή. Της άρεσε η βροχή, αλλά ήξερε πως έπρεπε να προσέχει για την ίδια αλλά και για το μικρούλη στη κοιλιά της.

 Ανέβηκε τις άλλες που οδηγούσαν στο διαμέρισμα της και πριν προλάβει να βγάλει τα κλειδιά της, η πόρτα άνοιξε και η Nina την κοίταξε αγχωμένη.

 «Που ήσουν;» Ακουγόταν ανήσυχη.
 «Βγήκα για μια βόλτα, τι έγινε;»

«Μα έξω έβρεχε.» είπε και την βοήθησε να βγάλει το παλτό της.

 «Μόλις άρχισε να βρέχει εγώ ήρθα σπίτι, μια λίγη βροχούλα είναι πως κάνεις έτσι;» γέλασε. «Πρέπει να είσαι πιο προσεχτική τώρα, δεν είσαι μόνο εσύ» της είπε τρυφερά.
 «Το ξέρω» την φίλησε στο μάγουλο.
 «Πάμε να φας, σου έφτιαξα το αγαπημένο σου» είπε και οι δυο τους προχώρησαν ως την κουζίνα...  


AvyannaWhere stories live. Discover now