Αν δεν είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου, μην μπεις σε μια παρτίδα.
Ο πατέρας της Κάτ.
O Λάντον ήταν ένα μεγαλόσωμο σκυλί με μαύρο τρίχωμα και ψηλά πόδια. Είχε όμως ένα μυστικό . Κατά βάθος ήταν γάτα. Αγαπούσε το σπίτι και να κοιμαται στα πόδια της Κάτιας για ώρες. Μισούσε στις βόλτες και είχε πάντα μια ανεξάρτητη προσωπικότητα. Δεν υπάκουε σε τίποτα . Και ήταν συμφωνημένο πως κανενας δεν ήταν αφεντικό απο τους δυο τους.
"Εγω άλλες κροκέτες δεν αγοράζω. Θα φας αυτές. "
Της γαύγισε εκνευρισμένος.
"Θέλω ένα σκυλί . Θα τον ονομάσω Λάντον"
Τον είχε ρωτήσει τι σχέδια είχε για την ζωή του. Ο Τζακ ήθελε σκυλί.
"Δεν μου αρέσουν τα σκυλιά. Είναι πολύ υπάκουα. Προτιμώ τις γάτες" του είχε πει.
"Δεν έχω πρόβλημα να με υπακούνε"
Ο Τζακ ξεπήδησε και παλι απο τις αναμνήσεις της.
"Ήρθε η ώρα Λάντον"
Ο Λάντον έκρυψε την μουσούδα του μέσα στην κουβέρτα και παρατήρησε την γυναίκα που συγκατοικούσε μαζί της να βγάζει τα ρούχα της. Έπειτα ξεκίνησε να βάζει πάλι ρούχα.
Το μαύρο φόρεμα αγκάλιαζε όμορφα το σώμα της. Κοιτάχτηκε στο καθρέπτη. Τα μαλλιά της ακατάστατα ήταν πιασμένα ψηλά σε έναν κότσο. Τα γυαλιά της ήταν πεσμένα στην μέση της μύτης της. Τα γυμνά πόδια της ακουμπόυσαν το χαλί του διαδρόμου.
Ο Λάντον ρουθούνισε.
"Θέλει δουλειά ακόμη το πράγμα . Μην είσαι αυστηρός"
Το έβγαλε απο πάνω της προσεκτικά και το κρέμασε σε μια κρεμάστρα. Πήγε γρήγορα κάτω απο την ντουζιέρα και πλύθηκε με κρύο νερό. Το ζεστό θα ερχόταν όταν πια θα ξέπλενε τις σαπουνάδες. Στέγνωσε το σώμα της και με μια πετσέτα γύρω απο την μέση της αναζήτησε παντού τις μαυρες γόβες που ήταν σίγουρη πως κάποτε είχε αγοράσει.
"Αν υποψιαστω πως τις έχεις φάει"
απειλησε τον Λάντον που της γάυγισε θυμωμένα.
Στο τέλος της βρήκε στο πίσω μέρος της ντουλάπας σε ένα άθικτο κουτί. Του έδωσε δυο λιχουδιές και του έτριψε τον λαιμό.
"Καλό σκυλακι"
Ο Λάντον γαυγισε θυμωμενα. Μισούσε τα υποκοριστικά.
Την είδε να φορά για ακόμη μια φορά το μαυρο φόρεμα, ένα μαύρο καλσόν, και μαύρες γόβες. Επειτα στέγνωσε για ώρα τα μαλλιά της και επειτα προσεκτικά τα ίσιωσε.
"Να βαφτώ?' κοιταξε το τσαντάκι με τα καλλυντικά της.
Έβαλε μάσκαρα.
"Δεν είμαι πολύ όμορφη" του είχε πει και εκείνος της χαμογέλασε με τον τρόπο που κάθε γυναικά θα ήθελε.
"Δεν βοηθάνε αυτές οι σκέψεις Λάντον , έτσι?"
Ο Λάντον δεν ήξερε τι σημαίνει να σκέφτεσαι το παρελθόν και έτσι δεν απάντησε τίποτα.
Φόρεσε το παλτό της. Το ίδιο που φορούσε και στην δουλειά. Και απο πάνω στριφογύρισε το κασκολ της πολλές φορές.
Ο Λάντον ετρεξε στα πόδια της και της έφερε το λουρί του. Πραγμα ασυνήθιστο .
Αλλά και εκείνη σήμερα εμοιαζε ασυνήθιστη στα μάτια του Λάντον.
"Αυτό πρεπει να το κάνω μόνη μου Λάντον "
Ο πάγος έσπαζε κάτω απο τα τακούνια της . Τετοια απογευματα Σαββάτου τα ταξί ήταν δυσεύρετα. Και όμως ένα ταξί περνούσε απο μπροστά της. Μπροστά απο την είσοδο του σπιτιού της.
"Ταξί !" φώναξε αποφασιστικά και εκείνο ακινητοποιήθηκε.
Θετικές πιθανότητες. Ολα θέμα πίστης.